Τρίτη 11 Μαρτίου 2014

ΠΕΡΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ



 ΠΕΡΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ 


Ενδεικτική για την κεντρική σημασία την οποία κατέχει στην Ελληνική Αστυνομική Λογοτεχνία το κοινωνικό και το ψυχολογικό στοιχείο (δεν ξέρω ποιο από τα δύο προηγείται, εξαρτάται ποιον επιστήμονα ρωτάει κανείς κάθε φορά, το μόνο βέβαιο είναι ότι συνδέονται αξεδιάλυτα), είναι η αφετηρία της. Σύμφωνα με την κρατούσα γνώμη, πρώτο ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα είναι το «Έγκλημα του Ψυχικού» του Παύλου Νιρβάνα (1928), το οποίο – τι παράξενη αρχή! – είναι μια παρωδία του αστυνομικού είδους, χωρίς «ντετέκτιβ», χωρίς έρευνα, χωρίς λαμπρούς επαγωγικούς συλλογισμούς, δηλαδή χωρίς όλα εκείνα τα στοιχεία τα οποία έκρινε τότε ως απαραίτητα η «ορθόδοξη» αγγλική σχολή - ένα μυθιστόρημα με πρόδηλο στόχο να καταδείξει, σατιρικώ τω τρόπω, ορισμένες παθολογικές πλευρές της τότε «καλής» κοινωνίας των Αθηνών και του σκανδαλοθηρικού Τύπου.

          Το γεγονός αυτό, ότι δηλαδή το πρώτο ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα είναι ένα ρεαλιστικό μυθιστόρημα, με κύριο σκοπό του την περιγραφή της σύγχρονής του κοινωνίας και της ψυχολογίας των ηρώων του, δείχνει τον δρόμο που θα ακολουθήσει στη συνέχεια το νεογέννητο - η Ελληνική Αστυνομική Λογοτεχνία· οι εξαιρέσεις απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Εξαρχής, σαν να λέμε με έμφυτο τρόπο, απορρίπτεται η αγγλική σχολή, όπου ένας ιδιοφυής «ντετέκτιβ», ένας εγκέφαλος με περισσότερα φαιά κύτταρα από το σύνηθες, ερευνά ένα φόνο πολλαπλώς μυστηριώδη – όπου, δηλαδή, άγνωστος δεν είναι μόνο ο δράστης· σε πάρα πολλές περιπτώσεις, εξίσου, αν όχι περισσότερο μυστηριώδης είναι και ο τρόπος με τον οποίο έγινε ο φόνος και το κίνητρό του. Στην περίπτωση της Ελληνικής Αστυνομικής Λογοτεχνίας το βάρος πέφτει στην κοινωνική περιγραφή και στην ψυχολογική ανάλυση. Αυτός είναι, άλλωστε, κι ο λόγος για τον οποίο νομιμοποιούμαστε να θεωρούμε μυθιστορήματα, όπως ο «Συμβολαιογράφος» του Αλεξάνδρου Ραγκαβή (1882) ή τα «Μυστήρια των Αθηνών» του Ιωάννη Κονδυλάκη (1895) κ.ά., προδρομικά της Ελληνικής Αστυνομικής Λογοτεχνίας.

Η νεόφυτη Ελληνική Αστυνομική Λογοτεχνία ακολουθεί, όπως είναι φυσικό επόμενο, τον άλλον πόλο της αστυνομικής λογοτεχνίας – μιλάμε για τη δεκαετία του ’20 και του ’30 -, δηλαδή την αμερικανική σχολή του detective ή crime fiction, με όλα τα παρακλάδια της που εμφανίστηκαν στη συνέχεια, noir, μυθιστόρημα αγωνίας, ψυχολογικό θρίλερ κ.λπ., σχολή η οποία είναι ξένη – και μάλιστα εχθρική - προς την έννοια του «διανοητικού παιχνιδιού», δεν βλέπει την κοινωνία ως απλό φόντο, δεν «ξεχνάει» τα ψυχικά φαινόμενα. Από αυτήν θα αντλήσει η Ελληνική Αστυνομική Λογοτεχνία τα στοιχεία εκείνα που την καθιστούν αστυνομική, αυτή θα είναι το πρότυπό της. [Όσον αφορά το ερώτημα, γιατί η Ελληνική Αστυνομική Λογοτεχνία προβαίνει στη συγκεκριμένη επιλογή, γιατί αποκηρύσσει το «διανοητικό παιχνίδι», υπάρχουν πολλές πιθανές απαντήσεις. Ίσως επειδή η ιδέα του φόνου σαν ευκαιρία για τον «ντετέκτιβ» να επιδείξει τις ικανότητές του, φαίνεται ανάρμοστα «ελαφρή». Ίσως επειδή σαν χώρα δεν έχουμε καλή σχέση με την τυπική λογική (Μαρτινίδης). Υπάρχουν διάφορες θεωρίες.]

Η Ελληνική Αστυνομική Λογοτεχνία λοιπόν, ήδη από τις απαρχές της, ενδιαφέρεται σε μεγάλο βαθμό για το κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο εκτυλίσσεται η δράση, και για την ψυχοσύνθεση των φορέων της δράσης. Αυτό το χαρακτηριστικό είναι προφανές τόσο στα «σκληρά» αφηγήματα των περιοδικών Μάσκα και Μυστήριο (η μεν Μάσκα ιδρύθηκε το 1935, το δε Μυστήριο το 1952, έπαψαν να εκδίδονται τη δεκαετία του 1970), όσο και στα πιο «αβρά» μυθιστορήματα του Γιάννη Μαρή (1953, Έγκλημα στο Κολωνάκι - 1976, Η Εξαφάνιση του Τζων Αυλακιώτη), του δημοφιλέστερου και πιο πολυδιαβασμένου έλληνα αστυνομικού συγγραφέα, με πενήντα σχεδόν μυθιστορήματα στο ενεργητικό του. Εξηγώ: Πρωταγωνιστής των μυθιστορημάτων του Μαρή δεν είναι, όπως νομίζουμε σήμερα λόγω της τηλεόρασης και των ταινιών του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, ο αστυνόμος Μπέκας. Ο Μπέκας, για να το πω αλλιώς, δεν είναι Πουαρό, δεν αναλαμβάνει την υπόθεση στην αρχή του βιβλίου, για να την λύσει στο τέλος, παρά μόνο κατ’ εξαίρεση. Πολύ συχνά, τον κεντρικό ρόλο του «αφηγητή» τον κρατάει ένας εκ των αθώων πρωταγωνιστών του μυθιστορήματος. Σε πολλές περιπτώσεις, ο Μπέκας εμφανίζεται στα μισά του βιβλίου, και σε άλλες, λίγες μόλις σελίδες πριν από το τέλος, μόνο και μόνο για να προβεί στην σύλληψη του ενόχου. Αυτό που μας μένει από τα μυθιστορήματα του Μαρή δεν είναι η υπερέχουσα ευφυΐα του Μπέκα, αλλά οι εικόνες από την Αθήνα (κυρίως) και από την ελληνική επαρχία του ’50 και του ’60, δηλαδή το τότε κοινωνικό περιβάλλον - το πολιτικό αποσιωπάται, για ευνόητους λόγους – καθώς και η ψυχική «περιπέτεια» κάποιων πρωταγωνιστών – αυτά ενδιαφέρουν τον Μαρή. [Από την έλλειψη του πολιτικού στοιχείου δεν έπεται ότι ο Μαρής δεν είναι σταθερά προσανατολισμένος προς την απεικόνιση της κοινωνίας. Κάθε εποχή, άλλωστε, έχει τους περιορισμούς της. Μήπως οι αμερικανοί ομόλογοί του είχαν πολιτικές αναφορές;] Το ίδιο ισχύει και για τα πιο «ανάλαφρα» έργα της κας Αθηνάς Κακούρη (από το 1959 και εξής), τα οποία συνιστούν μία ολόκληρη πινακοθήκη χαρακτήρων, συχνά διασκεδαστική, και πάντοτε στοχαστική.

Συνοψίζοντας: Το κοινωνικό/ψυχολογικό στοιχείο είναι εξαρχής δεσπόζον μέσα στην Ελληνική Αστυνομική Λογοτεχνία, θεμελιώδες, σε αντίθεση με το δευτερεύον, οιονεί προσχηματικό στοιχείο του μυστηρίου. Εξου και η πολυπρισματικότητά της, ο πλούτος της, η ζωντάνια της: όσοι οι συγραφείς, τόσες οι απεικονιζόμενες επόψεις της κοινωνίας και του ψυχισμού.

Αυτό το γνώρισμα γίνεται ακόμη εμφανέστερο στη νεότερη φάση της Ελληνικής Αστυνομικής Λογοτεχνίας, η οποία, μετά την προσωρινή, σχεδόν ολοκληρωτική εξαφάνισή της από το λογοτεχνικό προσκήνιο κατά την Μεταπολίτευση, «αναγεννάται», θα λέγαμε, από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 και μετά. Τα δύο μυθιστορήματα που σηματοδοτούν αυτή την «αναγέννηση», το «Άνθρωποι και Κούκλες» του Φώντα Λάδη, και ο «Κύκλος Θανάτου» του Φίλιππου Φιλίππου (και τα δύο του 1987) είναι χαρακτηριστικά: πρόκειται για δύο μυθιστορήματα με άρωμα noir και έντονο το κοινωνικό στοιχείο – άλλωστε, δεδηλωμένη πρόθεση και των δύο πολιτικοποιημένων συγγραφέων είναι να μιλήσουν μέσω της αστυνομικής φόρμας για την κοινωνία, ακολουθώντας τα χνάρια του Μαρή, αλλά και των ξένων κλασικών του είδους.

Το παράδειγμά τους θα βρει πολλούς μιμητές, με αποτέλεσμα μετά το 1995 να μπορούμε να μιλάμε για πραγματική «έκρηξη» της Ελληνικής Αστυνομικής Λογοτεχνίας. Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά. Το 1995 έχουμε την πρώτη εμφάνιση του Ανδρέα Αποστολίδη, χαλκέντερου μεταφραστή των εκδόσεων ΑΓΡΑ, που πρώτες εισήγαγαν μια καινούρια, για τα ελληνικά πράγματα, άποψη περί αστυνομικού από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 και μετά, μελετητή και θεωρητικού της αστυνομικής λογοτεχνίας [και πρόεδρου της ΕΛΣΑΛ], συνειδητού «συνεχιστή» της παράδοσης του κοινωνικοπολιτικού αστυνομικού (το πολιτικό στοιχείο βγαίνει επιτέλους στην επιφάνεια), καθώς και την πρώτη εμφάνιση του Πέτρου Μάρκαρη, του πιο πολυδιαβασμένου έλληνα αστυνομικού συγγραφέα της νεότερης φάσης, δημιουργού του συμπαθούς και δημοφιλούς στο αναγνωστικό κοινό αστυνόμου Κώστα Χαρίτου, στα βιβλία του οποίου είναι έκδηλη η κοινωνικοπολιτική οπτική.

Παράλληλα με αυτή την τάση, εξελίσσεται και εκείνη, η οποία δίνει έμφαση στο ψυχολογικό στοιχείο: Διαπρεπής εκπρόσωπός της είναι η Τιτίνα Δανέλλη, η οποία κάνει την πρώτη της εμφάνιση στην αστυνομική λογοτεχνία ήδη από το 1981, με το «Ένα και ένα κάνουν όσο θες», γραμμένο μαζί με τον Μάνο Κοντολέων, και στα επόμενα πέντε μυθιστορήματά της, τα οποία συνιστούν την Πενταλογία του στρατηγού της ΕΛ.ΑΣ. Άγγελου Βλάχου και της δημοσιογράφου Ευγενίας Ευγενικού, χρησιμοποιεί το έγκλημα σαν αφετηρία για μία όλο και βαθύτερη, ακριβέστερη, από βιβλίο σε βιβλίο, ανάλυση χαρακτήρων.

Συν τω χρόνω οι συγγραφείς και τα πρίσματα πολλαπλασιάζονται, τα είδη, κατ’ ανάγκην, πληθαίνουν. Η λογοτεχνική παραγωγή των τελευταίων 15 ετών δείχνει ότι η Ελληνική Αστυνομική Λογοτεχνία έχει θραύσει τα «στερεοτυπικά» δεσμά της, εκείνα που ίσως εν μέρει ευθύνονταν για την μομφή της παραλογοτεχνίας, την οποία κάποτε, ελαφρά τη καρδία, της προσήπταν. Τίποτα δεν είναι εκτός της εμβέλειάς της, κανένας χώρος, φυσικός ή κοινωνικός, καμία χρονική στιγμή, κανένα μεγάλο ή μικρό «ζήτημα» - σε πλήρη συστοιχία με το φαινόμενο, το οποίο ψυχαγωγικά (με την αρχαία έννοια) αναπαριστά, δηλαδή με την εγκληματική βία.

Παραδείγματα: Ο Πέτρος Μαρτινίδης, συγγραφέας εξαιρετικά καλλιεπής και πνευματώδης, είναι ο εισηγητής του είδους «πανεπιστημιακό αστυνομικό μυθιστόρημα», καθ’ όσον τοποθετεί (συνήθως) τα εγκλήματά του στον ακαδημαϊκό χώρο. Ο Τεύκρος Μιχαηλίδης, στα πολύ επιτυχημένα «Πυθαγόρεια Εγκλήματά» του διερευνά μέσα από ποιες διεργασίες ένα τόσο «αγνό» κίνητρο, όσο η αγάπη για τα Καθαρά Μαθηματικά, μπορεί να καταλήξει στο έγκλημα. «Μαθηματικά αστυνομικά» συγγράφει (κατά κύριο λόγο) και ο Αργύρης Παυλιώτης. «Ιστορικά αστυνομικά», αναφερόμενα, δηλαδή, σε εγκλήματα παλαιότερων εποχών, έχουν γράψει η Μαρλένα Πολιτοπούλου – στην περίπτωσή της, η εξιχνίαση του παλαιού εγκλήματος γίνεται σήμερα –, ο Παναγιώτης Αγαπητός, ο οποίος καταφέρνει με την πένα του και μας μεταφέρει στο Βυζάντιο – σ’ ένα Βυζάντιο που ελάχιστα γνωρίζουμε - και ο Γιάννης Ράγκος, ο οποίος, μ’ ένα έγκλημα ως αφορμή, ανασυστήνει ολόκληρη την εποχή του. Ο Ράγκος εμπίπτει και στην κατηγορία «serial-killer» (όχι ο ίδιος!) «Μελλοντολογικό αστυνομικό» έχει γράψει ο Ανδρέας Μιχαηλίδης. «Οικολογικά αστυνομικά» έχουν γράψει η Χρύσα Σπυροπούλου και ο Γιάννης Πανούσης. Αστυνομικά «χωρίς λύση», με φιλοσοφικές προεκτάσεις, ο Κώστας Καλφόπουλος, ο Λάκης Δόλγερας. Τον δρόμο του «βίαιου θρίλερ» (όχι όμως χάριν εντυπώσεων) έχει διαλέξει, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, ο Δημήτρης Μαμαλούκας. Έχουμε αστυνομικά μυθιστορήματα που διαδραματίζονται στην ελληνική περιφέρεια, αναφέρω ενδεικτικά τον Καβαλιώτη Δημήτρη Κεραμέα, τον Μανιάτη Παναγιώτη Γιαννουλέα και την Μιμή Θεοχάρη, της οποίας τα μυθιστορήματα διαδραματίζονται σε ένα μικρό χωριό της Δράμας. Υπάρχει αστυνομικό σχετικό με τα κόμιξ, της Ντορίνας Παπαλιού. Υπάρχει «διαδικτυακό αστυνομικό», του Αργύρη Κάλμπαρη, «θρησκευτικό αστυνομικό», της Αθηνάς Μπασιούκα. «Σουρεαλιστικό αστυνομικό», του Φίλιππου Δρακονταειδή. «Αυτοαναφορικό αστυνομικό», του Αντώνη Γκόλτσου. «Σκληρά», αλλά συγχρόνως και ευαίσθητα, κοινωνικοπολιτικά noir, εξίσου απαισιόδοξα όσο και ρεαλιστικά, του Σέργιου Γκάκα, του Απόστολου Λυκεσά, του Βασίλη Δανέλλη και του Κώστα Μουζουράκη (με σειρά εμφάνισης).

Τα ονόματα που αναφέρθηκαν, δεν αποτελούν το σύνολο των εκπροσώπων της Ελληνικής Αστυνομικής Λογοτεχνίας. Για όσους επιθυμούν να μάθουν περισσότερες λεπτομέρειες, υπάρχει το σάιτ της ΕΛΣΑΛ [crimefictionclubgr.wordpress.com], όπου είναι αναρτημένα τα ονόματα και τα έργα όλων των συγγραφέων της Ελληνικής Αστυνομικής Λογοτεχνίας, τα εκδοθέντα τις τρεις τελευταίες δεκαετίες. Τον κατάλογο τον έχουν καταρτίσει οι φιλόπονοι και φιλέρευνοι ιστοριοδίφες Γιάννης Ράγκος και Φίλιππος Φιλίππου.   

          Κλείνοντας: Υπάρχει μια άποψη, που θέλει την όψιμη εμφάνιση πλήθους συγγραφέων και πληθώρας αστυνομικών μυθιστορημάτων να οφείλεται σε «περαστική μόδα». Ωστόσο, οι λίστες με τα ευπώλητα αποδεικνύουν ότι τέτοια μόδα δεν υφίσταται. Είμαι σε θέση να σας βεβαιώσω ότι κανένας εξ όσων συναδέλφων γνωρίζω προσωπικά – και τους περισσότερους τους γνωρίζω – δεν ξεκίνησε να γράφει αστυνομικό, επειδή τάχα είναι μόδα. Γράφουμε αστυνομικό, πρωτίστως επειδή το αγαπάμε. Ελπίζω να καταφέρουμε να σας κάνουμε να το αγαπήσετε κι εσείς – αυτό προσπαθούμε [και να γίνει και μόδα, γιατί όχι;]


[24-3-2011, Art Gallery Cafe, Βούλα]
                       

    



             
           
             

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου