Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2014

ΟΛΑ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ της ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΠΑΠΑΛΥΜΠΕΡΗ και της ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑΣ ΜΟΣΧΟΥ



ΟΛΑ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ 
Μυθιστόρημα της Γεωργίας Παπαλυμπέρη και της Κωνσταντίνας Μόσχου (2013)




Στα χρονικά της αστυνομικής λογοτεχνίας, όπως άλλωστε και της λογοτεχνίας εν γένει, η συνεργασία δύο ή, ακόμη πιο σπάνια, περισσότερων συγγραφέων για την παραγωγή ενός έργου αποτελεί την εξαίρεση – αναφέρω, ενδεικτικά, τους Αμερικανούς εξαδέρφους Ντάνεϋ και Λη, οι οποίοι τη δεκαετία του ’30 δημιούργησαν τον διάσημο ιδιωτικό ντετέκτιβ Έλερυ Κουήν, τους Γάλλους «Διόσκουρους» Μπουαλό και Ναρσεζάκ, πολυγραφότατο δίδυμο από τη δεκαετία του ’50 κι έπειτα, συγγραφείς, μεταξύ άλλων, του «Δεσμώτη του Ιλίγγου», και τους πρωτοεμφανισθέντες τη δεκαετία του ’60 Σουηδούς Σγεβάλ και Βαλέε, ανδρόγυνο στη ζωή και στη γραφή· στα καθ’ ημάς η πρώτη διδάξασα, τη δεκαετία του ’80, υπήρξε η παρακαθήμενη Τιτίνα Δανέλλη, με το αστυνομικό μυθιστόρημα «Ένα και ένα κάνουν όσο θες», το οποίο έγραψε σε συνεργασία με τον Μάνο Κοντολέοντα.

Όπως προκύπτει από τα λεγόμενα των προαναφερθέντων, και όχι μόνο, συγγραφέων, ο «καταμερισμός εργασίας» σε αυτές τις περιπτώσεις γίνεται, συνήθως, ως εξής: είτε ο ένας συγγραφέας χτίζει την πλοκή και ο άλλος πλάθει τους χαρακτήρες, είτε ο ένας αναλαμβάνει να γράψει τους διαλόγους και ο άλλος την πρόζα ή ο ένας επεξεργάζεται τη «θεωρία» και ο άλλος την εφαρμόζει στην «πράξη» ή μοιράζουν, απλώς, τα κεφάλαια μεταξύ τους.

Η Γεωργία Παπαλυμπέρη και η Κωνσταντίνα Μόσχου όμως (αναφέρω τα ονόματα με τη σειρά που αναγράφονται στο εξώφυλλο) έχουν διαλέξει έναν άλλον, μοναδικό, απ’ όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω, τρόπο συνεργασίας. Τα μυθιστορήματά τους - λέω «μυθιστορήματα», γιατί τα ίδια ισχύουν και για το προηγούμενο βιβλίο τους, το Αγάπησα τον δολοφόνο μου – είναι γραμμένα με την τεχνική της διπλής οπτικής γωνίας, με την τεχνική των δύο αφηγητών, των δύο ισότιμων από άποψη παρουσίας, ευδιάκριτων μεταξύ τους «φωνών». Οι συγγραφείς μας, δηλαδή, δεν μοιράζονται μόνο τα κεφάλαια, αλλά και τους πρωταγωνιστές – κυρίως αυτούς.

Tο Αγάπησα τον δολοφόνο μου – το οποίο, παρεμπιπτόντως, σας συστήνω ανεπιφύλακτα να διαβάσετε – είναι χωρισμένο σε δύο ισομεγέθη μέρη, το καθένα με διαφορετική «υπογραφή», το καθένα με διαφορετικό πρωταγωνιστή-αφηγητή των ίδιων γεγονότων, εξιστορούμενων σε πρώτο πρόσωπο, αρχικά από κάποιον που, λόγω αντικειμενικών και υποκειμενικών συνθηκών, δεν αντιλαμβάνεται τι ακριβώς συμβαίνει (το ίδιο και ο αναγνώστης), και τη δεύτερη φορά από κάποιον με επίγνωση της καταστάσεως (όχι πλήρη, βέβαια, ώστε το μυστήριο να μην εξιχνιάζεται ολοκληρωτικά παρά μόνο στο τέλος του βιβλίου).

Η αρχιτεκτονική τού Όλα για τη ζωή μου είναι πιο περίπλοκη. Οι δύο πρωταγωνιστικές «φωνές» εναλλάσσονται μεταξύ τους: στα μονά κεφάλαια παρακολουθούμε τη δράση από την οπτική γωνία της Ζωής, δεύτερης συζύγου του εξαφανισθέντος μεγαλοεπιχειρηματία Ιάσονα Φωκιάδη, και στα ζυγά κεφάλαια τα τεκταινόμενα παρουσιάζονται από την οπτική γωνία της Μάγδας, κόρης του Ιάσονα από τον πρώτο του γάμο, ιδιωτικού ντετέκτιβ στο επάγγελμα. Σημειωτέον ότι εδώ οι συγγραφείς μας επιλέγουν την τριτοπρόσωπη εξιστόρηση όλων των γεγονότων, σοφά ποιούσες, γιατί η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο είτε από τη Ζωή είτε από τη Μάγδα είτε και από τις δύο, θα εμπόδιζε την πρόοδο του μύθου.

Με αυτά τα δεδομένα, θα έλεγα ότι, ενώ το Αγάπησα τον δολοφόνο μου θυμίζει θεατρική παράσταση ιδωμένη πρώτα από την πλατεία και ύστερα από τα παρασκήνια, το Όλα για τη ζωή μου θα το παρομοίαζα με μουσική σύνθεση για δύο βασικά όργανα, τα οποία ακούγονται εκ περιτροπής στο μεγαλύτερο μέρος του έργου, και πολυπληθή συνοδεία – με ένα κοντσέρτο για δύο πιάνα και συμφωνική ορχήστρα! – και εξηγώ:

Από τη μία πλευρά έχουμε τη Ζωή, την κοσμική, τρυφηλή, καθώς πρέπει, λεπτεπίλεπτη κυρία Φωκιάδη, της οποίας η αρχική, διάχυτη, κατά τα φαινόμενα έμφυτη ανησυχία κλιμακώνεται μετά την εξαφάνιση του άντρα της σε αγωνία και κορυφώνεται σταδιακά σε τρόμο και απόγνωση, στο μέσον περίπου του μυθιστορήματος, όπου η Ζωή θα φτάσει στο χείλος της αβύσσου· όμως, προς γενική έκπληξη (όχι μόνο των δευτερευόντων ηρώων, αλλά και του αναγνώστη) στο δεύτερο μισό του βιβλίου θα ανατρέψει τις έως τότε διαδεδομένες απόψεις για τον χαρακτήρα της, αποδεικνύοντας εμπράκτως ότι δεν ήταν το πρόσωπο που εν πολλοίς και η ίδια νόμιζε πως ήταν· η αδύναμη, φοβισμένη, ευάλωτη γυναίκα (δεν είναι τυχαία η αναφορά στις συχνές λιποθυμίες της) που σε μία δύσκολη στιγμή επιζητούσε την αντρική στήριξη ή αποδοχή, η νάρκισσος που είχε υπερβολική εμπιστοσύνη στα σωματικά θέλγητρά της, η ερωμένη-τρόπαιο, όπως έβλεπε η ίδια τον εαυτό της ή η σύζυγος-χρυσοθήρας, όπως την έβλεπαν οι περισσότεροι από τους άλλους ήρωες του μυθιστορήματος, θα αναλάβει δράση, θα αρχίσει να ερευνά η ίδια τη μυστηριώδη εξαφάνιση του συζύγου της, θα αδιαφορήσει για τις κοινωνικές συμβάσεις, θα επιδείξει θάρρος, ψυχραιμία και εξυπνάδα, θ’ αλλάξει ζωή!

Από την άλλη πλευρά έχουμε τη Μάγδα, τη μοναχική, αν και σεξουαλικά απελευθερωμένη, παρορμητική, σκληραγωγημένη δεσποινίδα Φωκιάδη, της οποίας η αρχική, διάχυτη, κατά τα φαινόμενα έμφυτη εριστικότητα κλιμακώνεται μετά την εξαφάνιση του πατέρα της σε οργή και κορυφώνεται σταδιακά σε μανία και μίσος, στο μέσον περίπου του μυθιστορήματος, όπου η Μάγδα θα φτάσει στα όρια της αντοχής της· όμως, προς γενική έκπληξη, η κατάρρευση δεν θα φέρει την καταστροφή, αλλά τη σωτηρία της· έχοντας χάσει βίαια όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά του προσώπου που η ίδια επέμενε και περηφανευόταν, εν τη αφελεία της, πως ήταν το πραγματικό της, θα δει πόσο λάθος είχε κάνει· η δυναμική, παράτολμη γυναίκα που στις δύσκολες στιγμές «καθάριζε» μόνη της, η αλαζών που είχε υπερβολική εμπιστοσύνη στις ικανότητές της, η ερωμένη-κυνηγός, όπως έβλεπε η ίδια τον εαυτό της ή η κόρη-πριγκίπισσα, όπως την έβλεπε η πλειονότητα των άλλων ηρώων του μυθιστορήματος, θα μάθει  να μην αντιδρά σπασμωδικά και να μην είναι θυμωμένη με όλους και με όλα, θα συνειδητοποιήσει πως δεν τα ξέρει όλα ούτε όλα τα μπορεί, θα καταδεχθεί να ζητήσει βοήθεια, θα πάψει να είναι απόλυτη, θα ενηλικιωθεί, θ’ αλλάξει ζωή!

Καθώς οι δύο γυναίκες καταλαβαίνουν προοδευτικά, όχι τόσο ποιες πραγματικά είναι, όσο ποιες δεν είναι, μεταβάλλεται και η στάση της μιας έναντι της άλλης. Για να επιστρέψω στην παρομοίωση του διπλού κοντσέρτου, αρχικώς ο ήχος του ενός πιάνου δεν συμβαδίζει με τον ήχο του άλλου, ούτε στην ίδια κλίμακα παίζουν τα δύο βασικά όργανα ούτε με την ίδια ένταση και τέμπο, συν τοις άλλοις και επειδή ερίζουν για την εύνοια του μαέστρου-Ιάσονα· επίσης, το καθένα τους «συνομιλεί», αλληλεπιδρά με ορισμένα μόνο όργανα της ορχήστρας και όχι με όλα, δηλαδή η κάθε πρωταγωνίστρια με τους «δικούς της» ανθρώπους. Είναι τέτοια η αρχική δυσαρμονία μεταξύ των δυο τους, ώστε στην πρώτη συνάντησή τους στο εναρκτήριο κεφάλαιο, δεν αποτολμούν να ανταλλάξουν ούτε λέξη, φοβούμενες τη «διαφωνία» (μουσικός όρος, σημαίνει τον συνδυασμό ήχων που δεν είναι ευχάριστος στο αυτί). Η εξαφάνιση του μαέστρου επιτείνει την αμοιβαία καχυποψία τους, με αποτέλεσμα η δεύτερη συνάντησή τους, στο μέσον του βιβλίου, η οποία μόνο «βουβή» δεν είναι, να καταλήξει σε κακοφωνία, δηλαδή σε σύγκρουση και ασυνεννοησία, και να διακοπεί απότομα. Μόνο στην τρίτη και τελική συνάντησή τους, στα τελευταία κεφάλαια του μυθιστορήματος, οπότε και οι δύο πρωταγωνίστριες θα έχουν αλλάξει σκοπό και θα έχουν, εν αγνοία τους, συντονισθεί, η καθεμιά μέσω της προσωπικής της διαδρομής, μέσω του δικού της μουσικού δρόμου, τα δύο πιάνα θα «συμφωνήσουν», και θα παραχθεί ήχος αρμονικός από το ταυτόχρονο παίξιμό τους, η αλήθεια· ήχος θεσπέσιος για τα αυτιά του κοινού, που κλείνοντας το βιβλίο, είμαι βέβαιος, θα χειροκροτήσει νοερά τις δύο συνθέτριες.

Εμείς ας τις χειροκροτήσουμε δυνατά!

[20-4-2013, Πολιτιστικό Κέντρο Δήμου Περιστερίου]

Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2014

ΚΡΑΣΙ ΜΕ ΣΤΡΥΧΝΙΝΗ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΓΕΡΟΖΗΣΗ



ΚΡΑΣΙ ΜΕ ΣΤΡΥΧΝΙΝΗ
Μυθιστόρημα της Κυριακής Γεροζήση (2012)



Τα βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα που μας επιτρέπουν να κατατάξουμε ένα λογοτεχνικό έργο στην αστυνομική λογοτεχνία είναι τα εξής:
 1) Η αβεβαιότητα. Τα φαινόμενα απατούν. Οι άνθρωποι εξαπατούν. Δεν υπάρχει, a priori, καμία βεβαιότητα για το πού βρίσκεται η αλήθεια και πού το ψέμα.  
2) Η αρχικώς εσφαλμένη εικόνα της πραγματικότητας και η αμφισβήτησή της. Η εικόνα που παρουσιάζεται αρχικά στον αναγνώστη μοιάζει σαν ένα ανολοκλήρωτο παζλ, στο οποίο προστίθενται συνεχώς νέες ψηφίδες, ώσπου να αποκαλυφθεί η αλήθεια, να φανερωθεί δηλαδή η πραγματικότητα ως έχει. Με άλλα λόγια, υπάρχει εξ ορισμού κάποιο ερώτημα προς διερεύνηση, κάποιο μυστήριο προς εξιχνίαση. 
3) Η διασαλευθείσα από το ψεύδος ή το σφάλμα τάξη – και όχι από το έγκλημα, που, παρά την ευρέως διαδεδομένη άποψη, δεν είναι απαραίτητο συστατικό της αστυνομικής λογοτεχνίας – αποκαθίσταται με την εύρεση της αλήθειας.

Το «Κρασί με στρυχνίνη» διαθέτει και τα τρία αυτά χαρακτηριστικά, όπως γίνεται φανερό από τον τίτλο του ακόμη. Αφού ο φόνος των δύο νεαρών αθλητών, που αποδίδεται στην παράφορη ζήλια του συζύγου της αθλήτριας, διαπράττεται με πιστόλι και όχι με δηλητήριο, ο τίτλος κάνει τον αναγνώστη να αντιληφθεί εξαρχής ότι πίσω από αυτό το υποτιθέμενο ερωτικό έγκλημα, πρέπει να κρύβεται κάτι άλλο, το οποίο να δικαιολογεί τον - κυριολεκτικό ή συμβολικό άραγε; - τίτλο και το οποίο αναλαμβάνουν οι ήρωες του μυθιστορήματος να φέρουν στο φως. 

Ωστόσο, το «Κρασί με στρυχνίνη» δεν είναι ένα τυπικό αστυνομικό μυθιστόρημα – πόρρω απέχει. Η πρώτη ιδιαιτερότητά του είναι οι «ντετέκτιβ» της ιστορίας, οι διερευνητές του μυστηριώδους εγκλήματος. Σε αντίθεση με τα συνήθως κρατούντα στην αστυνομική λογοτεχνία, αυτοί δεν ανήκουν στις διωκτικές ή στις δικαστικές αρχές, οι οποίες, εκ του νόμου, έχουν ως έργο τους αυτήν τη διερεύνηση· εν προκειμένω, τόσο οι αστυνομικοί, όσο και οι δικαστές, είναι απολύτως βέβαιοι ότι η αρχική εκδοχή ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα· δεν βλέπουν κανένα μυστήριο, θεωρούν δε πως η τάξη έχει αποκατασταθεί με την καταδίκη του συζύγου της αθλήτριας, σύμφωνα με τη διαδικασία την προβλεπόμενη από τον νόμο. Δεν είναι ούτε επαγγελματίες ιδιωτικοί ερευνητές, μισθωμένοι από τους οικείους του καταδικασθέντος συζύγου. Είναι, κατ’ αρχάς, οι ίδιοι οι οικείοι του, άνθρωποι δηλαδή χωρίς καμία επαγγελματική σχέση, είτε δημοσίου, είτε ιδιωτικού δικαίου, με τη διαλεύκανση εγκλημάτων, οι οποίοι αναλαμβάνουν αυτοβούλως το δυσκολότατο έργο να εξιχνιάσουν την υπόθεση για να βοηθήσουν τον άνθρωπό τους, τον οποίο πιστεύουν για αθώο και με πόνο ψυχής βλέπουν να λιώνει μέσα στη φυλακή. Σύμμαχοί τους στην προσπάθεια αυτή είναι άνθρωποι μιας κατηγορίας μοναδικής στα χρονικά της αστυνομικής λογοτεχνίας, άνθρωποι με ξεχωριστή νοοτροπία και στάση ζωής, εκείνοι, δηλαδή, που τους αγγίζει το πρόβλημα του άλλου, που δεν διστάζουν να ξεβολευθούν ή και να διακινδυνέψουν για μία ξένη υπόθεση, για μία φαινομενικά χαμένη υπόθεση, που τους ενοχλεί η περίπτωση ένας αθώος να βρίσκεται στη φυλακή, που δεν ανέχονται την αδικία, και ας μην τους πλήττει προσωπικά. Σημειωτέον πως και οι μεν και οι δε, και οι οικείοι του καταδικασθέντος και οι αλληλέγγυοι παραστάτες τους είναι απλοί, συνηθισμένοι άνθρωποι. Δεν πρόκειται για άτομα εξωπραγματικής ευφυίας, για υπερ-εγκεφάλους που αρέσκονται να λύνουν μυστήρια χάριν της διανοητικής πρόκλησης (όπως συμβαίνει στο κλασικό αστυνομικό μυθιστόρημα, στο αστυνομικό αίνιγμα)· δεν πρόκειται για ήρωες, που δεν διστάζουν να βάλουν τη ζωή τους σε κίνδυνο προκειμένου να παταχθεί το έγκλημα, για άφοβους αστυνομικούς με υψηλή αίσθηση του καθήκοντος ή για παράτολμους, ανυποχώρητους μέχρι σημείου αυτοκαταστροφής, ιδιωτικούς ντετέκτιβ (όπως συμβαίνει στο μυθιστόρημα τύπου hard-boiled). Δεν πρόκειται όμως ούτε για απλούς ανθρώπους, οι οποίοι βρέθηκαν οι ίδιοι από τη μία στιγμή στην άλλη παγιδευμένοι και προσπαθούν να ξεμπλέξουν ανακαλύπτοντας την αλήθεια (όπως συμβαίνει στο αστυνομικό θρίλερ). Επίσης, τα δεδομένα της πραγματικότητας μέσα στην οποία κινούνται οι «ντετέκτιβ» της παρούσας ιστορίας, δεν παρουσιάζονται από τη συγγραφέα ως μία «ανωμαλία» στον προηγουμένως εύτακτο και εύρυθμο κόσμο, η οποία πρέπει να εξομαλυνθεί, με άλλα λόγια οι συνθήκες υπό τις οποίες δρουν οι ήρωες του βιβλίου, δεν αποτελούν την εξαίρεση, αλλά τον κανόνα - το «Κρασί με στρυχνίνη» δεν είναι ένα μυθιστόρημα φυγής, αλλά επαφής με την εποχή μας και τον κόσμο μας. Συμπερασματικά: οι πρωταγωνιστές της ιστορίας δεν είναι ούτε εξαιρετικοί άνθρωποι σε εξαιρετικές συνθήκες, ούτε συνηθισμένοι άνθρωποι σε εξαιρετικές συνθήκες, αλλά απλοί, κανονικοί άνθρωποι σε κανονικές συνθήκες. Αυτό που τους κάνει άξιους πρωταγωνιστές, αληθινούς ήρωες, είναι ότι συμπάσχουν με το δράμα του φυλακισμένου, τον οποίο θεωρούν αθώο, και ότι θέλουν πάση θυσία να επανορθώσουν την αδικία που πιστεύουν πως έχει γίνει εις βάρος του ξεσκεπάζοντας τους αληθινούς ενόχους· επιζητούν να αποκατασταθεί η αλήθεια, ο αθώος να αποδειχθεί αθώος και ο ένοχος ένοχος, χωρίς να φείδονται κόπων, χωρίς να υποχωρούν, παρά μόνο προσωρινά, μπροστά στις κάθε λογής αντιξοότητες και στους κινδύνους που συναντούν στην πορεία, χωρίς να τους κάμπτει, τελικά, ούτε καν η μοιρολατρική στάση του ίδιου του καταδικασθέντος, ο οποίος βρίσκει κάθε προσπάθεια μάταιη, γιατί είναι άνθρωποι που πιστεύουν ότι η αλήθεια και μπορεί και πρέπει κάποτε να λάμψει, και αγωνίζονται για αυτόν τον σκοπό. Είναι δε τέτοια η ορμή τους, ώστε προοδευτικά συμπαρασύρει με το μέρος τους και τους αρχικά φοβισμένους ή δικαιολογημένα δύσπιστους, όπως π.χ. τους συγγενείς των δύο θυμάτων. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και σ’ εμάς, τους αναγνώστες. Είναι τόσο καλογραμμένο το βιβλίο, τόσο συναρπαστικοί – χωρίς καμία ωραιοποίηση όμως – οι ιδιότυποι «ντετέκτιβ» της ιστορίας, ώστε προβάλουν σαν πρότυπα, αυτό δε γίνεται χωρίς πολλά και σπουδαιοφανή λόγια, κατά τρόπο αυτόματο, θα λέγαμε, ο οποίος, κατά τη γνώμη μου, και μεγάλη τέχνη εκ μέρους της συγγραφέως δείχνει, αλλά και την ειλικρίνειά της, τον ζήλο της, την πίστη της στο μήνυμα που θέλει, νομίζω, να μας μεταφέρει, ότι δηλαδή μόνο η πραγματική επιθυμία, η κοινή δράση και η εμπιστοσύνη, η φιλαλληλία που αυτή προϋποθέτει, μπορούν να φέρουν και την πιο βαθιά κρυμμένη αλήθεια στο φως, μπορούν να νικήσουν ακόμη και εχθρούς που φαντάζουν ακατανίκητοι (όσοι έχουν διαβάσει το βιβλίο, καταλαβαίνουν ότι αυτό δεν είναι υπερβολή), μπορούν να ανατρέψουν οποιαδήποτε δήθεν αναπόδραστη «μοίρα» - δηλ. status quo - και να ξεσκεπάσουν οποιαδήποτε φενάκη, όσο αναμφισβήτητη και αν παρουσιάζεται. 

Η άλλη μοναδικότητα του μυθιστορήματος είναι οι πλείστες αναφορές, οι οποίες, παρά τη συντομία τους, δεν συνιστούν απλή περιγραφή, αλλά εντελή παρουσίαση διαφόρων κοινωνικών και πολιτικών προβλημάτων από τον διεθνή χώρο, όχι αρκετά προβεβλημένων δυστυχώς, αναφορές τις οποίες η συγγραφέας, χρησιμοποιώντας έντεχνα προς τούτο τη δεύτερη προαναφερθείσα «κατηγορία» των «ντετέκτιβ» της ιστορίας - τους ξένους προς την υπόθεση, αλλά όχι προς τα θύματά της -, και χωρίς να διασπά την ενότητα της αφήγησης, συμπλέκει αριστοτεχνικά μεταξύ τους με το ματωμένο νήμα ενός εγκλήματος, που, όπως άλλωστε και τα «ξένα» προβλήματα για τα οποία γίνεται λόγος, εκ πρώτης όψεως δείχνει να αφορά περιορισμένο αριθμό ατόμων, δηλαδή μόνο τις οικογένειες των δύο θυμάτων και του φερόμενου ως θύτη. Με τις αναφορές αυτές, με τον κρίσιμο ρόλο που αναθέτει στους «αλληλέγγυους ξένους», καθώς και με την τροπή που δίνει στην κεντρική υπόθεση – η οποία, όπως αποδεικνύεται, δεν αφορά μόνο ένα ιδιωτικό δράμα, αλλά και ένα ακανθώδες διεθνές πρόβλημα – η συγγραφέας είναι σαν να μας λέει: «Και εμείς τι κάνουμε για όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μας και δεν μας επηρεάζουν άμεσα;» Συγχρόνως δε μας υποδεικνύει με λεπτό, εξόχως λογοτεχνικό τρόπο τι δεν πρέπει να κάνουμε: να μένουμε αδιάφοροι απέναντι σε ό,τι νομίζουμε πως δεν πρόκειται ποτέ να μας αγγίξει. 

[3-12-2012, Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών]