Παρασκευή 6 Μαρτίου 2015

ΛΙΒΑΔΙΑ ΑΠΟ ΑΣΦΟΔΙΛΙ

Μυθιστορήματα χωρίς χαρακτήρα υπάρχουν πολλά. Χωρίς χαρακτήρες όμως κανένα. Ακόμη και τον εαυτό του να βάζει φανερά πρωταγωνιστή κανείς, πάλι θα συμπεριλάβει, κατ’ ανάγκην, και άλλα πρόσωπα. Μπορεί την πρώτη ύλη να του την παρέχει η Πραγματικότητα, γεγονός όμως παραμένει πως αυτός είναι ο ποιητής (= δημιουργός) τους, ο πνευματικός τους πατέρας. Όπως συμβαίνει δε και με τους βιολογικούς πατεράδες, δεν τηρούν όλοι οι συγγραφείς την ίδια στάση απέναντι στους ήρωες των μυθιστορημάτων τους, δεν φέρονται όλοι με τον ίδιο τρόπο στα μονογενή τέκνα τους.
Κατ’ αρχάς, υπάρχει ο δεσποτικός πατέρας. Εκείνος που ορίζει τον λογοτεχνικό βίο των ηρώων του, και στην παραμικρότερή του λεπτομέρεια. Που έχει προαποφασίσει την τύχη του καθενός τους. Που η βούλησή του είναι νόμος απαράβατος. Ο ίδιος είναι η αιτία τους, ο ίδιος και ο σκοπός τους. Γεννήθηκαν για να υπηρετήσουν τις προθέσεις του, ο ρόλος του καθενός τους εξυπηρετεί την αρτιότητα του δικού του έργου. Πάνω απ’ όλα το Έργο, το νόημά του, η ομορφιά του και, βεβαίως, η δόξα του συγγραφέα που το συνέλαβε και το εξετέλεσε! Αλίμονο στον περιττό χαρακτήρα, τρισαλίμονο στον απείθαρχο! Θα απορριφθεί, όπως το ραγισμένο μάρμαρο κατά την οικοδόμηση του παλατιού. Ουδείς πρόκειται να πληροφορηθεί ποτέ την ύπαρξή του…
Άλλη κατηγορία είναι ο πατέρας εκείνος που, αφού προικίσει τα παιδιά του με κάποιες βασικές ιδιότητες, αφού ορίσει τις αρχικές τους σχέσεις και τα τοποθετήσει στον χώρο και στον χρόνο, τ’ αφήνει να αλληλεπιδράσουν μεταξύ τους και να αντιμετωπίσουν τις καταστάσεις τις οποίες γεννά κάθε φορά η φαντασία του, με άλλα λόγια να οδηγήσουν την πλοκή όπου θέλουν, χωρίς ο ίδιος να παρεμβαίνει στη δράση τους. Τ’ αφήνει ελεύθερα – τ’ αφήνει στη μοίρα τους δηλαδή. Έχει κι αυτός τον σκοπό του, να μάθει ποια είναι η μοίρα τους, δεν τη γνωρίζει εκ των προτέρων όπως ο πατέρας της πρώτης κατηγορίας. Εκείνος χειραγωγεί τους ήρωές του, ετούτος τους παρατηρεί, εκείνος αναπτύσσει ένα επιχείρημα, τούτος διεξάγει ένα πείραμα, εκείνος ξέρει ήδη τα πάντα προτού συμβούν, τούτος παρακολουθεί τα πάντα ενώ συμβαίνουν, εκείνου οι χαρακτήρες είναι χάρτινοι, μονοδιάστατοι, ετούτου - τα ίδια· και του ενός και του άλλου οι ήρωες κάποια λειτουργία επιτελούν, εντέλει δεν είναι τίποτα παραπάνω από αφηρημένες έννοιες προσωποποιημένες: λογικές προτάσεις, ιδέες, νοοτροπίες, ιδιότητες, συμπεριφορές κ.λπ. κ.λπ.
Τρίτος, και σπανιότερος, τύπος συγγραφέα, είναι εκείνος που αγαπά τόσο τα παιδιά του, ώστε δεν τα χρησιμοποιεί. Τους δίνει ζωή, τα αφήνει να τη ζήσουν, αλλά συγχρόνως τα φροντίζει διακριτικά· τ’ αφήνει, δηλαδή ελεύθερα, αλλά όχι έκθετα. Φροντίζει να δια-σώζονται ως χαρακτήρες, να είναι ολοκληρωμένοι, διακριτοί μεταξύ τους, αληθινοί άνθρωποι. Δεν καταδυναστεύει τους ήρωές του, τους συνοδεύει· δεν τους περιεργάζεται, τους νοιάζεται· δεν τους επιτηρεί ούτε τους παρατηρεί, τους φωτίζει. Τους εντάσσει, χωρίς να τους υποτάσσει στο έργο. Το λογοτεχνικό του πρότυπο ισορροπεί ανάμεσα στην προκαθορισμένη τάξη της πλοκής και στην αταξία των ελεύθερων, άρα απρόβλεπτων, προσώπων.
Για έναν τέτοιο πατέρα έχουμε την τύχη να μιλάμε σήμερα. Ο Β. ανήκει στην τρίτη κατηγορία συγγραφέων: οι ήρωές του είναι αληθινοί, σώοι (ολόκληροι), η δράση τους (που είναι αντίδραση ως επί το πλείστον) αναδεικνύει κάθε πτυχή του σύνθετου χαρακτήρα τους, η δε πλοκή, το τέλος προς το οποίο, εν αγνοία τους - ή, στην καλύτερη περίπτωση, εν συγχύσει και αμφιβολία - τείνουν, υπακούει σ’ ένα ανώτερο Σχέδιο. Ναι, ο Β. γράφει έχοντας κάτι στον νου του, κάτι σοβαρό θέλει να μας πει, αλλά δεν θυσιάζει την Αλήθεια των χαρακτήρων στον βωμό του Νοήματος. Ίσα-ίσα, αυτή το παράγει, γιατί κάνει εμάς, τους αναγνώστες, να θυμηθούμε (η «αλήθεια», ως γνωστόν, είναι το αντίθετο της λήθης) τι σημαίνει ν' απελπίζεσαι, να οργίζεσαι, ν' ασφυκτιάς, να πέφτεις, να ξανασηκώνεσαι, να συνέρχεσαι, να βρίσκεις πάλι την ελπίδα – να επιζείς. Αυτήν την εσωτερική πορεία θέλει να μας αφηγηθεί, και μεταχειρίζεται την οικονομική κρίση ως επίκαιρο φόντο για να την προβάλει καλύτερα, ως μία εύλογη πρόφαση, ως ένα ευνοϊκό περιβάλλον. Δεν είναι η κρίση το θέμα του, ούτε τις κρυφές αιτίες της θέλει ν’ αποδείξει, ούτε τις συνέπειές της να καταδείξει, ούτε μία πιθανή έξοδο από αυτήν να μας δείξει. Σκοπός του είναι να δώσει με τρόπο λογοτεχνικό τη δική του απάντηση στο αιώνια κρίσιμο ερώτημα: «Για τι αξίζει να ζει κανείς;» Επειδή δε ένα τέτοιο υπαρξιακό ερώτημα καθόλου, ή ελάχιστα θα απασχολούσε τον πρωταγωνιστή υπό κανονικές συνθήκες – όπως σχεδόν όλους μας, άλλωστε -, του το θέτει επιτακτικά το Σύμπαν, (δηλαδή ο Β.) που συνωμοτεί εναντίον του: Και τι δεν παθαίνει ο δύσμοιρος Παντελής! Καταστρέφεται επαγγελματικά, εξαθλιώνεται οικονομικά, απορρίπτεται ερωτικά, διαλύεται, συντρίβεται, εξουθενώνεται… Τι άλλο του μένει, εκεί που βρέθηκε, στο λιβάδι με τ’ ασφοδίλια, παρά να βάλει τέλος στη δυστυχία του; Τι μπορεί ν’ ανακόψει την πτώση του στην άβυσσο; Τι μπορεί να στηρίξει έναν Ιώβ των νεότερων χρόνων; Η συνέχεια στις σελίδες του βιβλίου…
Υπάρχει, ωστόσο, και άλλος ένας τύπος συγγραφέα, ακόμα πιο σπάνιος, παραλλαγή τού αμέσως προηγούμενου, αυτός που αγαπά τόσο πολύ τα παιδιά του, ώστε τα πονάει σαν πατέρας. Ολόκληρη την προσωπικότητα του καθενός τους θέλει και τούτος να φωτίσει, δεν στρέφει όμως επάνω τους έναν προβολέα για ν’ αποκαλύψει τον μύχιο εαυτό τους· τα χαϊδεύει με το απαλό φως ενός κεριού για να φανερώσει την ομορφιά τους. Δεν θέλει πρωτίστως να μεταδώσει Γνώση, αλλά να κοινωνήσει Εμπειρία. Πρωτεύων στόχος του είναι η μέθεξη στην Αλήθεια, όχι η αποκάλυψή της. Και πραγματικά, η δική του στάση, η δική του άποψη κάνει εμάς τους αναγνώστες, όχι απλώς να καταλάβουμε όλους τους ήρωές του, αλλά να τους συμπαθήσουμε (=συμπονέσουμε) και, μοιραία, να ταυτιστούμε μαζί τους. Σ' αυτήν την κατηγορία ανήκει ο Β., αυτό καταφέρνει – πώς το καταφέρνει; Με τον τρόπο που γράφει. Με το σοβαρό, αλλά όχι στεγνό ύφος του, το ήρεμο, αλλά όχι υποτονικό. Με τη σταθερή φωνή του. Με την απόστασή του από τους ήρωες, η οποία ούτε πολύ μεγάλη είναι (κάτι που θα έδειχνε αδιαφορία), ούτε πολύ μικρή (κάτι που θα έδειχνε αδιακρισία), την απόσταση του σεβασμού. Με τη θερμοκρασία του κειμένου, η οποία ούτε πολύ χαμηλή είναι (όπως θα ταίριαζε σε μία ψυχρή ανάλυση) ούτε πολύ υψηλή (αποφεύγει την παγίδα του συναισθηματισμού). Με τις προσεκτικά διαλεγμένες λέξεις του, που εκπέμπουν μία γλυκύτητα καθόλου γλυκερή. Με τα ωραία, στρωτά ελληνικά του, που ευωδιάζουν αξιοπρέπεια. Με το βλέμμα του, που αγκαλιάζει όλα ανεξαιρέτως τα πρόσωπα… Με δυο λόγια, τα πάντα στο βιβλίο είναι όπως πρέπει για να μας κάνουν να συμπαθήσουμε τους ήρωές του και να ταυτιστούμε μαζί τους. Όλα τα παραπάνω συνιστούν βέβαια απλή περιγραφή, δεν αποτελούν εξήγηση. Δηλ. στο ερώτημα: «πώς το καταφέρνει;» εγώ τουλάχιστον δεν μπορώ ν’ απαντήσω – ίσως να μην μπορεί ούτε ο ίδιος, ποιος ξέρει να πει γιατί γράφει έτσι όπως γράφει; Είναι θέμα χαρακτήρα; Συναισθηματικού κόσμου; Ευαισθησίας; Κοσμοθεωρίας; Οπωσδήποτε, αλλά μόνο εν μέρει. Το σίγουρο είναι πως πρόκειται για κάτι το πηγαίο και όχι για εφαρμογή κάποιας τεχνικής· της γνωστής, δηλ. συγγραφικής τεχνικής, η οποία έχει χρησιμοποιηθεί σε ένα σωρό περιπτώσεις, από τα παραμύθια της Χαλιμάς μέχρι τα σενάρια ταινιών τύπου Ράμπο, για να προκαλέσει στον αναγνώστη τη συμπάθεια και την ταύτιση μ’ έναν ήρωα. Αυτή η τεχνική δεν μπορεί να σε κάνει να ταυτιστείς με όλα τα πρόσωπα του έργου, όπως συμβαίνει εδώ, παρά μόνο με έναν ήρωα ή με ορισμένους, καθόσον προβλέπει την ύπαρξη «εχθρών». Εν τέλει, καμία τεχνική, καμία δεξιοτεχνία δεν μπορεί να σε κάνει να συνειδητοποιήσεις πως όχι μόνο τίποτα το ανθρώπινο δεν σου είναι ξένο, αλλά και ότι κανένας άνθρωπος δεν σου είναι ξένος. Καμία τεχνική δεν μπορεί να σε κάνει να χαίρεσαι ή να λυπάσαι μαζί με κάθε ήρωα, να τους δικαιολογείς όλους, σε ολωνών τη θέση να μπαίνεις, τα ξένα βιώματα να τα αισθάνεσαι τόσο δικά σου, ώστε να γίνονται δικές σου αναμνήσεις – να διευκρινίσω τι εννοώ εδώ με ένα παράδειγμα: η μεγάλη βόλτα του Παντελή και του Καθηγητή στην κάτω μεριά της πόλης, λίγο πριν από το τέλος του βιβλίου, έχει μείνει στη μνήμη μου όχι σαν κάτι που διάβασα, αλλά σαν κάτι που έκανα κάποτε εγώ, και αυτό όχι επειδή μου έχουν εντυπωθεί οι εικόνες (λιτές είναι οι περιγραφές του Β.) ή τα διαδραματιζόμενα (τίποτε το συνταρακτικό δεν συνέβη σ’ αυτήν τη βόλτα), αλλά επειδή όταν τη διάβαζα ένιωθα πως ήμουν ο Παντελής, ήμουν και ο Καθηγητής· το δικό μου μυαλό, και όχι οι λέξεις του Β., δημιούργησε τις εικόνες που θυμάμαι. Δεν μου έχει ξανασυμβεί, παρά μόνο με κάποια καθαρευουσιάνικα διηγήματα γραμμένα πριν από 100 τόσα χρόνια από έναν συγγραφέα, τον οποίον ο Β. δεν θέλει, για λόγους σεμνότητας, να κατονομάσω.