Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2014

ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ


ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

Η ακρόαση

           Τα γόνατα του νεαρού Ντίνου Πρωτονοτάριου έχουν παραλύσει. Δεν μπορεί να κουνηθεί. Δεν μπορεί να μιλήσει. Έχει χάσει τον έλεγχο του σώματός του, λες και βρίσκεται μέσα σε όνειρο. Στην πραγματικότητα βρίσκεται μέσα στο γραφείο του Περικλή Δημούλη, του επιφανέστερου εκπροσώπου τής ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας, σε απόσταση αναπνοής από το ίνδαλμά του. Δυσκολεύεται να το πιστέψει, κι ας βλέπει μπροστά του τον πασίγνωστο συγγραφέα με σάρκα και οστά.
           «Καλώς τον!» τον χαιρετάει ο χαμογελαστός μεσήλικας με τα ψαρά γένια, που συναισθάνεται το τρακ του επίδοξου συναδέλφου του, και σηκώνεται για να του σφίξει το χέρι.
           Η φιλική διάθεση του πολυδιαβασμένου και πολυβραβευμένου λογοτέχνη βοηθάει τον συνεσταλμένο δημοσιογράφο να ξεπεράσει την αλαλία, την ακινησία, όχι όμως και την αμηχανία του. Κάθεται άκρη άκρη στην καρέκλα του και με ένα ακατάληπτο ψέλλισμα, συνοδευόμενο από μια ευγενική χειρονομία, αρνείται το κέρασμα του Δημούλη.
           «Ο Τίτος μού έχει μιλήσει με τα καλύτερα λόγια για το γράψιμό σου», λέει τότε εκείνος, εννοώντας τον αρχισυντάκτη και νονό του Ντίνου. «Για τα δημοσιογραφικά κείμενά σου, γιατί, απ’ ό,τι μου έχει πει, τα άλλα δεν τα δείχνεις σε κανέναν!
    Ο νεαρός χαμηλώνει τα μάτια.
   «Θα συμφωνήσω μαζί του!» συνεχίζει ο Δημούλης. «Έχω διαβάσει κι εγώ κάποια δικά σου ρεπορτάζ. Σου ταιριάζει το κοινωνικό, έχεις “μάτι” για τις λεπτομέρειες!»
          «Σας ευχαριστώ».
          «Και τους δυο μας;»
          «Ό... όχι, εσάς».
          «Μίλα μου στον ενικό να μην μπερδευόμαστε!» τον διακόπτει ο προσηνής συγγραφέας. «Λέγε με Λάκη».
          «Εντάξει», κάνει ο Ντίνος, και ανεβάζει τα χοντρά γυαλιά του, που είχαν γλιστρήσει στη μύτη του.
         Ο Δημούλης (εμείς θα συνεχίσουμε να τον αποκαλούμε έτσι) πίνει μια γουλιά από τον καφέ του, ανάβει τσιγάρο και λέει:
  «Κι εγώ από εφημερίδα ξεκίνησα. Μεγάλο σχολείο το ρεπορτάζ για όποιον θέλει ν’ ασχοληθεί με την αστυνομική λογοτεχνία! Μαθαίνεις να γράφεις, και κυρίως τι να γράφεις!» 
  Ο Ντίνος ντρέπεται να ρωτήσει, αλλά ο Δημούλης αντιλαμβάνεται από το προβληματισμένο ύφος του ότι χρειάζεται επεξήγηση.
  «Μαθαίνεις τι συμβαίνει γύρω σου», διευκρινίζει. «Είναι βασική προϋπόθεση αυτή».
   «Α, μάλιστα...»
  «Ώσπου κάποια στιγμή ένιωσα ν’ ασφυκτιώ μέσα στην “κάσα”, οπότε αποτόλμησα τη μεγάλη έξοδο. Ήμουν τυχερός· η επιτυχία ήρθε πολύ γρήγορα, απ’ το πρώτο μου βιβλίο. Κι έτσι παράτησα τελείως τη δημοσιογραφία... Μόνο κανένα άρθρο γράφω στην εφημερίδα σου, αραιά και πού, όταν νιώθω την ανάγκη να παρέμβω δημόσια...»
  «Ναι, είδα χτες εκείνο το άρθρο για τα επεισόδια στο κέντρο... Διαβάζω ό,τι γράφετε, όχι μόνο τις ιστορίες του αστυνόμου Λέκκα!» ολισθαίνει ξανά στον πληθυντικό ο δημοσιογράφος.
  «Τις έχεις διαβάσει όλες;»
  «Εννοείται! Είμαι μεγάλος φαν...! Αλλά, μας έχετε αφήσει παραπονούμενους, τέσσερα χρόνια χωρίς Λέκκα είναι πολλά! Έχετε τώρα κάτι... ετοιμάζετε κάτι;»
  «Να σου πω την αλήθεια, με κούρασε ο Λέκκας. Παραείναι τέλειος! Το ξέρω πως ο κόσμος τον έχει αγαπήσει, αλλά δεν νομίζω να τον ξαναχρησιμοποιήσω. Ό,τι ήταν να δώσει, το έδωσε. Πρέπει να ανανεωνόμαστε!»
  Ο Ντίνος, αν και απογοητευμένος, ανεβοκατεβάζει μηχανικά το κεφάλι.
  «Και μιας και μιλάμε για ανανέωση, ας μιλήσουμε για το μέλλον, που είναι κιόλας εδώ!» αναφωνεί κατόπιν ο Δημούλης, σαν να παρουσιάζει τον εκκολαπτόμενο συνάδελφό του σε ένα αόρατο κοινό. «Λοιπόν... διάβασα πολύ προσεκτικά τα κείμενα που μου έστειλες...» Αφήνει το τσιγάρο του στο τασάκι και αρχίζει να ψάχνει τα χαρτιά πάνω στο γραφείο του. «Τι χάος είν’ αυτό!» σχολιάζει αυτοκριτικά.
  «Έτσι φανταζόμουνα πάντα το “εργαστήριο” ενός συγγραφέα!»
  «Ναι;» κάνει ο άλλος, χωρίς να διακόψει την έρευνά του. «Μόνο που δεν γράφω εδώ» - η συζήτηση γίνεται στην έδρα της εκδοτικής εταιρίας, στην οποία είναι μέτοχος ο καταξιωμένος λογοτέχνης -, «εδώ δουλεύω. Αλλού δουλεύω, αλλού δημιουργώ!»
  «Στο σπίτι σας γράφετε;»
 «Αποκλειστικά. Αλλά δεν εννοούσα το σπίτι μου... Πού στο καλό τα ’βαλα; ...Είναι αδύνατον να δημιουργήσει κανείς κλεισμένος μέσα σε τέσσερις τοίχους. Πρέπει να βγει έξω, ν’ αφουγκραστεί τη ζωή, να “πιάσει” τον σφυγμό της κοινωνίας! Α, να τα, επιτέλους! Λοιπόν· μου έστειλες τρία αποσπάσματα από ισάριθμες νουβέλες».
 «Διάλεξα απ’ την καθεμία το πιο χαρακτηριστικό απόσπασμα... κατά τη γνώμη μου».
 Ο εμπειρογνώμων γνέφει καταφατικά.
 «Το φαντάστηκα... Τα διάβασα με μεγάλη προσοχή και θέλω να σου πω ότι...»
 Κάνει μια παύση για να βάλει τις εκτυπωμένες σελίδες στη σωστή σειρά.
        Ο Ντίνος περιμένει με κομμένη την ανάσα. Έχει φτάσει η ώρα της κρίσεως.


Τα έγγραφα 

1

(Ύβρις)

Το επόμενο βράδυ όμως ένα απρόβλεπτο γεγονός γκρέμισε μεμιάς όλα αυτά τα σχέδια σαν πύργο από τραπουλόχαρτα.   
Έπλεκε ένα κασκόλ – πράσινο αυτή τη φορά – ρίχνοντας πού και πού καμιά ματιά στην τηλεόραση. Τον ήχο της τον είχε κλείσει. Είχε σιχαθεί τις ειδήσεις. Άλλωστε, τις είχε μάθει απ’ έξω: είτε για την οικονομική κρίση θα μιλούσαν είτε για διαρρήξεις και ληστείες. Ωστόσο, οι βουβές φιγούρες στην οθόνη της ελάφραιναν τη μοναξιά την οποία ένιωθε μέσα στο άδειο διαμέρισμα. 
Ξαφνικά χτύπησε το θυροτηλέφωνο.
Κοίταξε το επιτραπέζιο ρολόι πάνω στο γυάλινο χαμηλό τραπεζάκι. 9:07. Σαράντα ολόκληρα λεπτά για να ’ρθει μια πίτσα από το παραδιπλανό τετράγωνο! σκέφτηκε με αγανάκτηση. Αποφάσισε να μη δώσει φιλοδώρημα.
Άφησε το πλεκτό στον καναπέ. Πάτησε ένα κουμπί στο απαρχαιωμένο θυροτηλέφωνο. Οθόνη, φυσικά, δεν υπήρχε.
«Ναι;» ρώτησε.
«Η παραγγελία σας», ήρθε η βραχνή, σαν κόασμα, απάντηση μέσα από το ετοιμοθάνατο μεγάφωνο.
Πάτησε το άλλο κουμπί. Το κράτησε πατημένο, μέχρι που άκουσε την εξώπορτα της πολυκατοικίας να ανοίγει.
Από ένα δερμάτινο τσαντάκι έβγαλε 20 ευρώ. Μισάνοιξε την πόρτα.
Το ασανσέρ είχε φτάσει ήδη στον τέταρτο όροφο. Εκείνη τη στιγμή έβγαινε από μέσα ένας κάτισχνος ψηλός τριαντάρης. Φορούσε τζόκεϊ, φαρδύ παντελόνι, πουκάμισο ριχτό από πάνω. Κρατούσε μια διάφανη πλαστική σακούλα, που είχε μέσα ένα χαρτονένιο κουτί.
Πού την είχε ξαναδεί αυτή τη φάτσα; αναρωτήθηκε μόλις είδε την πλακουτσωτή μύτη, τα βλογιοκομμένα μάγουλα και το τεράστιο εξόγκωμα στον λαιμό του πιτσαδόρου, το οποίο μάλλον με πορτοκάλι έμοιαζε, παρά με καρύδι. Τόση ασχήμια δύσκολο να την ξεχάσει κανείς!
Αναλόγου γοητείας, διαπίστωσε ευθύς αμέσως, ήταν και η φωνή του. Θύμιζε βάτραχο, ακόμη και χωρίς την παρεμβολή του θυροτηλεφώνου.
«Ορίστε. Οχτώμισι ευρώ».
Μα πού τον είχε ξαναδεί; Σε προηγούμενη παραγγελία, σίγουρα όχι. Μήπως τον είχε πετύχει στη γειτονιά;
Με το ένα χέρι πήρε τη σακούλα, με το άλλο έδωσε το εικοσάρικο. Ακούμπησε την πίτσα πάνω στον μπουφέ.   
Ξαφνικά ένιωσε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Ο διανομέας έδειχνε να έχει αγχωθεί για κάποιον λόγο. Αργούσε υπερβολικά να βρει τα ρέστα. Μετρούσε και ξαναμετρούσε τα κέρματα που είχε βγάλει από την τσέπη του, σαν να μην μπορούσε να κάνει μια απλή πρόσθεση.
«Μια στιγμή, θα τα βρω...»
Είδε τα μάτια του να εστιάζουν στιγμιαία στο εσωτερικό του σπιτιού. Είδε το ελεύθερο χέρι του να πηγαίνει πίσω από την πλάτη του.
Έχει πιστόλι! σκέφτηκε με τρόμο – και τότε θυμήθηκε κι όλα τ’ άλλα.
Τίναξε το δεξί πόδι μπροστά. Ήξερε πως δεν είχε αρκετή δύναμη στα χέρια.
Ο ψευτοπιτσαδόρος, χτυπημένος στ’ αχαμνά, βόγγηξε και διπλώθηκε στα δύο.
Ο ήχος από τα κέρματα που έπεσαν κάτω πνίγηκε από τον πάταγο που έκανε το πιστόλι κατά την πρόσκρουσή του στο μάρμαρο του διαδρόμου.
Βλέποντας το όπλο, πάγωσε.
Ο άλλος άδραξε την ευκαιρία. Έτσι όπως ήταν διπλωμένος, όρμησε μουγκρίζοντας με το κεφάλι μπροστά, σαν ταύρος.
Προσγειώθηκαν στο ξύλινο πάτωμα. Το ανθρώπινο κουβάρι χωρίστηκε στα δύο για λίγες στιγμές. Μόλις σηκώθηκαν όρθιοι, ξανάσμιξαν σε εχθρικό εναγκαλισμό. Περιδινίστηκαν μέσα στο δωμάτιο, προσπαθώντας να ρίξει ο ένας τον άλλο κάτω.
Η πάλη ήταν άνιση. Ο δήθεν διανομέας είχε το σωματικό πλεονέκτημα.
Δεν είχε όμως την τύχη με το μέρος του. Μετά από ένα δυνατό σπρώξιμο παραπάτησε και σωριάστηκε με την πλάτη πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού. Ο σβέρκος του χτύπησε στη μυτερή γυάλινη γωνία. Έσπασαν και οι δύο.
Με πρόσωπο άσπρο σαν το πανί και μάτια γουρλωμένα από τον πανικό, έσκυψε πάνω από το πτώμα. Με το ίδιο χέρι που τον είχε σπρώξει στον θάνατο, έπιασε τον καρπό του.  
Δεν είχε σφυγμό.  
Το δωμάτιο πήρε να στριφογυρίζει χειρότερα από πριν. Έκλεισε τα μάτια για να διώξει την επίφοβη ζάλη, για να συγκεντρωθεί – έτσι συνήθιζε από μικρό παιδί. Τι θα έκανε τώρα; Σίγουρα ο «πιτσαδόρος» δεν είχε έρθει μόνος του, κάποιος θα τον περίμενε από κάτω. Πόση ώρα είχε μέχρι αυτός ο «κάποιος» να ανέβει να δει τι είχε γίνει; Αν περίμενε μέσα στην πολυκατοικία, ελάχιστα δευτερόλεπτα!
Έπρεπε να δράσει αμέσως.
Βγήκε στον μισοσκότεινο διάδρομο – το φως είχε σβήσει εντωμεταξύ. Κανένας ύποπτος θόρυβος. Άρπαξε το πιστόλι, ξαναμπήκε γρήγορα μέσα. Έκλεισε την πόρτα, την κλείδωσε – είχε δύο κλειδαριές, μία με κύλινδρο και μία για κλειδί «τρίαινα», από εκείνες με την οριζόντια σχισμή -, έβαλε και την αλυσίδα.
Ένα άλικο ρυάκι είχε αρχίσει να κυλάει κάτω από το πτώμα...
 
***

        Ο αστυνόμος Μακρής ένιωθε τα μάτια των αντρών του καρφωμένα πάνω του. Τα δικά του ήταν καρφωμένα πάνω στην κλειστή πόρτα. Πήρε βαθιά ανάσα. Σκούπισε τις ιδρωμένες του παλάμες στο παντελόνι του. Έβγαλε το πιστόλι του, το απασφάλισε. Κοπάνησε την πόρτα με τη γροθιά του.
        «Αστυνομία, ανοίξτε!» βροντοφώναξε.
        Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα μέσα σε νεκρική σιγή.
        Επανέλαβε το χτύπημα και τη διαταγή, χωρίς αποτέλεσμα.
         «Εμπρός, σπάστε τη, γρήγορα!» ούρλιαξε.
         Ένας σωματώδης ένστολος πήρε φόρα κι έπεσε με τον ώμο πάνω στην πόρτα. Έπειτα την κλώτσησε δυνατά, μία, δύο, τρεις φορές. Μάταια.
        «Είναι θωρακισμένη», είπε στον αστυνόμο, «να φέρουμε...»
        «Δεν προλαβαίνουμε, κάντε πέρα όλοι!» φώναξε εκείνος.
        Μόλις οι άλλοι απομακρύνθηκαν, σημάδεψε και πυροβόλησε τις δυο κλειδαριές.
        Μια γυναικεία στριγγλιά ακούστηκε από κάποιο διαμέρισμα του επάνω ορόφου. Κανείς δεν έδωσε σημασία.
        Ο ένστολος ξαναπροσπάθησε, η πόρτα υποχώρησε. Άνοιξε όσο επέτρεπε η αλυσίδα – αρκετά ώστε να διαλυθούν οι ελπίδες του αστυνόμου.
        Ο αρχιφύλακας Χουντουμάδης κείτονταν ακίνητος στο κέντρο του σαλονιού.
       Μία ακόμη κλωτσιά από τον ένστολο ξεμπάζωσε την αλυσίδα.
       Οι αστυνομικοί μπήκαν στο διαμέρισμα με άγριες κραυγές και προτεταμένα όπλα. Τελευταίος, βουβός, ο επικεφαλής τους.
Ο Μακρής έμοιαζε να μην έχει επαφή με το περιβάλλον. Η συνειδητοποίηση της ευθύνης του, έμμεσης έστω, για τον θάνατο του Χουντουμάδη, μπλόκαρε το μυαλό του. Δεν έπρεπε να τον έχει αφήσει να μπει μόνος του στην πολυκατοικία! Τι την ήθελε την αναγνώριση του εδάφους; Είχε υποτιμήσει τον κίνδυνο... Λάθος! Λάθος ανεπανόρθωτο, ασυγχώρητο! Αυτά σκεφτόταν καθώς περπατούσε σαν υπνωτισμένος προς τον νεκρό.
Μια ματωμένη πατημασιά πάνω στην πορεία του τον επανέφερε βίαια στο παρόν.
       «Πού είναι το κάθαρμα;» Φώναξε τόσο δυνατά, ώστε τον άκουσαν όλοι παρά τον ορυμαγδό.
Αμέσως έγινε ησυχία.
      Ο υπαστυνόμος Μιχόπουλος φάνηκε στο άνοιγμα της πόρτας που χώριζε το σαλόνι από το υπόλοιπο σπίτι.
      «Το σπίτι είναι άδειο, κ. αστυνόμε! Κι όλα τα παράθυρα κι οι μπαλκονόπορτες κλειστές! Κλειδωμένες!»
      «Τι; Πώς είναι δυνατόν; Ψάχτε καλά! Έτσι και σας ξεφύγει...!»
      Βρίζοντας μέσ’ απ’ τα δόντια του, ακολούθησε τις ματωμένες πατημασιές. Ξεκινούσαν δίπλα από το πτώμα, σταματούσαν σε απόσταση ενός μέτρου από την μπαλκονόπορτα του σαλονιού. Τα παλαιού τύπου ρολά, που ανεβοκατέβαιναν με ιμάντα, ήταν τελείως κατεβασμένα. Δοκίμασε το συρόμενο τζάμι: ήταν ασφαλισμένο. Έλεγξε τον κατακόρυφο σύρτη, που περνούσε μέσα από ένα «δαχτυλίδι» βιδωμένο στο εξωτερικό κούφωμα, μα δεν εντόπισε κάτι το ύποπτο.
      Πλησίασε συνοφρυωμένος την εξώπορτα. Ήθελε να βεβαιωθεί ότι δεν τον είχαν γελάσει τα μάτια του πριν, ότι ήταν στ’ αλήθεια κλειδωμένη και ασφαλισμένη με την αλυσίδα όταν την παραβίασαν.
«Νομίζω πως αυτός είναι ο άνθρωπός μας», άκουσε άξαφνα τη φωνή του Μιχόπουλου.
Γύρισε απότομα.
Ο Μιχόπουλος στεκόταν πλάι στον καναπέ.   
«Πού ν’ τος;»                                        
«Δεν είναι ’δώ. Φαίνεται, πρόλαβε και το ’σκασε».
«Από πού το ’σκασε; Απ’ την κλειδαρότρυπα; Στο μπαλκόνι κοιτάξατε;»
«Μάλιστα, κ. αστυνόμε. Δείτε εδώ όμως...»
«Τι είναι;» 
       Ήταν το μισοτελειωμένο μάλλινο κασκόλ.
      «Αυτός τα πλέκει;» Τα μάτια του Μακρή άνοιξαν διάπλατα από την έκπληξη. Την άλλη στιγμή ξανάγιναν δυο βλοσυρές σχισμές. «Και τι να το κάνω, ρε Μιχόπουλε; Το κασκόλ θα συλλάβω;»
       «Εννοούσα....»
      «Κατάλαβα τι εννοούσες! Τρέχα τώρα να βρεις τον ανώμαλο! Δεν μπορεί, κάπου εδώ κοντά θα ’ναι! Ανέβα στην ταράτσα! Κοίτα στο υπόγειο, στο λεβητοστάσιο! Βρες τον διαχειριστή της πολυκατοικίας! Ψάξε στ’ άλλα διαμερίσματα!»
       «Δεν έχουμε ένταλμα όμως...» τόλμησε να πει ο άλλος.
«Χτύπα την πόρτα να σ’ ανοίξουνε! Κουνήσου!» φώναξε ο Μακρής.
        Εκείνος έμεινε πίσω. Ήθελε να ερευνήσει αυτοπροσώπως το διαμέρισμα. Όχι ότι δεν εμπιστευόταν τον Μιχόπουλο, αλλά δεν υπήρχε περιθώριο για άλλα λάθη σ’ αυτή την υπόθεση! Δευτερευόντως, είχε και περιέργεια να δει πώς ήταν το σπίτι ενός μανιακού δολοφόνου.
       Ή ο ιδιωτικός χώρος ενός ανθρώπου δεν αποκαλύπτει πάντα τον χαρακτήρα του, ή κι ο ίδιος ήταν εν δυνάμει μανιακός δολοφόνος. Εκεί κατέληξε ο Μακρής μετά τη γρήγορη, αλλά όχι πρόχειρη, έρευνά του στο μικροαστικό σαλόνι, την ατακτοποίητη κουζίνα, το αποστειρωμένο μπάνιο και το εργένικο υπνοδωμάτιο.  
Στο άλλο υπνοδωμάτιο όμως ικανοποιήθηκε εντέλει η νοσηρή του περιέργεια.
Ολόκληρος ο καθρέφτης της παλιομοδίτικης τουαλέτας ήταν καλυμμένος με φωτογραφίες μιας γυναίκας, από τότε που ήταν κοριτσάκι μέχρι τα βαθιά γεράματά της.  Σε πολλές από αυτές η γυναίκα πρόβαλλε σε κατάμαυρο φόντο. Ήταν μουντζουρωμένες με μαρκαδόρο, έτσι ώστε να φαίνεται μόνο εκείνη.
Η μάνα του, σκέφτηκε αμέσως ο Μακρής.  
Πάνω στο μονό κρεβάτι ήταν στοιβαγμένα κεντήματα, σεμεδάκια, πλεκτά γυναικεία ρούχα. Λίγο πιο ’κεί υπήρχε μία προπολεμική, ποδοκίνητη ραπτομηχανή.
Άνοιξε ένα συρτάρι της σιφονιέρας στην τύχη: σύνεργα ραπτικής, παλιά περιοδικά για εργόχειρο.
Κοίταξε στη μισάνοιχτη ντουλάπα: γεροντίστικα φορέματα, πουκαμίσες, εσώρουχα. Λεβάντα.
Έριξε μια ματιά κάτω από το κρεβάτι: γυναικεία παπούτσια, παντόφλες. Ένα «κόκκαλο».   
Η μπαλκονόπορτα ήταν ανοιχτή. Βγήκε έξω.
Το μοναδικό μπαλκόνι του διαμερίσματος απείχε τουλάχιστον τρία μέτρα από τα γειτονικά μπαλκόνια. Πολύ μακριά. Από το έδαφος γύρω στα δώδεκα. Πολύ ψηλά.
Ξαναμπήκε στο δωμάτιο, έκλεισε την μπαλκονόπορτα. Έλεγξε τον μηχανισμό της, όπως είχε κάνει και στην μπαλκονόπορτα του πρώτου υπνοδωματίου, στο παράθυρο της κουζίνας και του μπάνιου – κι ας χωρούσε μέσα από αυτό το τελευταίο μονάχα το κεφάλι του.
Ο Μιχόπουλος τον βρήκε να ατενίζει το κενό.
«Κ. αστυνόμε!»
«Ναι;» έκανε εκείνος, μισοβυθισμένος ακόμη στις σκέψεις του.
«Ο διαχειριστής μας είπε ότι το από κάτω ακριβώς διαμέρισμα είναι ξενοίκιαστο... Μήπως έχει κρυφτεί εκεί».
«Όταν πρωτομπήκες εδώ, η μπαλκονόπορτα ήταν μανταλωμένη και τα ρολά κλειστά;» ρώτησε ο Μακρής, σαν να μην είχε ακούσει τίποτα.
«Μάλιστα. Εμείς ανοίξαμε για να...»
«Και οι άλλες μπαλκονόπορτες το ίδιο...» συνέχισε ο Μακρής. Μονολογούσε. «Τα παράθυρα ασφαλισμένα... της κουζίνας έχει και κάγκελα απ’ έξω! Η εξώπορτα ήταν κλειδωμένη, την είδες κι εσύ!» Παρά τη λεκτική αποστροφή δεν γύρισε προς τον Μιχόπουλο. «Είχε βάλει και την αλυσίδα!»
Ήταν τόσο απορροφημένος, ώστε δεν είδε το καταφατικό γνέψιμο ούτε την ανυπόμονη έκφραση του Μιχόπουλου.
«Θα μου φύγει το καφάσι! Δεν είναι δυνατόν!»
Ξαφνικά επανήλθε στο αλλόκοτο δωμάτιο.
«Πάμε να φύγουμε από ’δώ μέσα, με κάνουν κι ανατριχιάζω αυτές οι φωτογραφίες!»
«Έχει πεθάνει η μητέρα του, έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε ο Μιχόπουλος καθώς έβγαιναν από το διαμέρισμα.
«Μες στο μυαλό του, όχι».
«Παρατήρησα ότι ο σωματότυπός της μοιάζει με των θυμάτων».
Ο Μακρής αγρίεψε ξανά.
«Άσε τις ψυχολογικές αναλύσεις, ρε Μιχόπουλε, μου ’γινες και προφάιλερ! Ενισχύσεις κάλεσες; Τον ιατροδικαστή, τη σήμανση...; Εγώ θα σ’τα λέω;»
«Δεν πρόλαβα κ. αστυνόμε... έψαχνα...»
Ένας φοβισμένος άντρας γύρω στα σαράντα πέντε τους περίμενε μπροστά από μια κλειστή πόρτα του τρίτου ορόφου.
«Άντε να δούμε!» αναστέναξε ο Μακρής.
Το ένστικτό του όμως του έλεγε πως ο «στραγγαλιστής με τα κασκόλ» ήταν κιόλας μακριά.  
Δυστυχώς, είχε δίκιο.


2

(Άτη)

            Καθίσαμε στο νυφικό τραπέζι. Ο χρόνος έμοιαζε να έχει «παγώσει». Το ίδιο κι η καρδιά μου. Δεν μιλούσαμε. Δεν κοιταζόμασταν καν – εγώ τουλάχιστον κοιτούσα το σερβίτσιο, το τραπεζομάντηλο... Αν μας έβλεπε κάποιος, θα νόμιζε πως ήμασταν δυο ξένοι. Δεν ήταν σωστό εκ μέρους μου, το ξέρω, μα οι ενοχές μου έφραζαν το στόμα. Από τα ψέματα, καλύτερη η σιωπή.
        Ο χρόνος ξανάρχισε να κυλάει, όταν άνοιξε η πόρτα και ακούστηκε η μπάσα φωνή του κυρ-Σάββα.
 «Ήρθε η αστυνομία!» ανακοίνωσε με επισημότητα, σαν να ανήγγελλε μεγαλόσχημους προσκεκλημένους.
 Πλησίασε προς το μέρος μας, σέρνοντας τα πόδια του στο παρκέ. Έδειχνε να έχει γεράσει μέσα σε λίγη ώρα. Το πρόσωπό του μου φάνηκε πιο σκαμμένο απ’ ό,τι πριν. Και η καμπούρα του ήταν πάντα τόσο πεταχτή; αναρωτήθηκα.   
 Την προσοχή μου τράβηξαν άξαφνα οι δύο λεπτές σκοτεινές φιγούρες, που εμφανίστηκαν στον χώρο υποδοχής. Με το φως του ήλιου πίσω τους και σε τόση απόσταση δεν μπορούσα να διακρίνω φυσιογνωμίες. Έβλεπα δυο θολές σκιές, τίποτε άλλο. Η παρουσία τους εξέπεμπε κάτι το απειλητικό – το ξέρω, η φαντασία μου μου έπαιζε παιχνίδια, ελάτε όμως στη θέση μου!
 Πολύ γρήγορα ωστόσο, μόλις ανέβηκαν τη μικρή ράμπα και μπήκαν στην κυρίως αίθουσα, η αρχική μου εντύπωση διαλύθηκε. Είδα δυο κοντοκουρεμένους τριαντάρηδες – μην ήταν και νεότεροι! - με μεγαλίστικα γκρι-σουρί κουστούμια, επιτηδευμένα «σκληρό» ύφος και αστεία περπατησιά. Προχωρούσαν λες και ήταν καουμπόηδες έτοιμοι να τραβήξουν πιστόλι. Ίσως έτσι ακριβώς ένιωθαν.   
«Υπαστυνόμος Φρυγανάκης, Ασφάλεια», είπε ξερά ο πιο ψηλός, όταν έφτασαν μπροστά στο νυφικό τραπέζι.
Είχε αστεία, πεταχτά αυτιά. Με κοιτούσε καλά καλά, σαν να έβλεπε κάτι εξαιρετικά ενδιαφέρον. Ασυναίσθητα, χαμήλωσα τα μάτια.
«Θρασύβουλος Μπούτλας, κ. υπαστυνόμε».
«Αγνή Καλαφάτη», είπα εγώ.                 
Σηκωθήκαμε όρθιοι ταυτόχρονα.
«Τι ακριβώς συνέβη;» ρώτησε ο υπαστυνόμος.
Άφησα τον Θρασύβουλο ν’ απαντήσει.
«Δολοφονήθηκε ο αδερφός μου, κ. υπαστυνόμε! Το όνομά του είν... ήταν Ιππόλυτος Μπούτλας. Εδώ κάτω, στο κελάρι. Τον μαχαίρωσαν πισώπλατα...»
Η φριχτή εικόνα που είχαμε αντικρίσει πριν από λίγο και προσπαθούσα μάταια να απωθήσω, πρόβαλλε ξανά, «παγωμένη», στην οθόνη του μυαλού μου. Το θέαμα του σκοτωμένου του αδελφού πρέπει να «είδε» κι εκείνος, γιατί έγειρε απότομα το κεφάλι στο πλάι.
«Τι ώρα ήταν όταν ανακαλύψατε... πως ήταν νεκρός;» συνέχισε ο άλλος τις ερωτήσεις του, αδιαφορώντας πλήρως για την τραγική διάσταση της «υπόθεσης».
«Δεν κοίταξα ρολόι. Δεν φοράω», είπε ο Θρασύβουλος και σήκωσε το αριστερό μανίκι του.
«Έντεκα παρά δέκα ήταν, αφεντικό!» πετάχτηκε ο κυρ-Σάββας.
«Ποιος τον βρήκε;»                
Ο Θρασύβουλος γύρισε προς το μέρος μου.
Ήταν η σειρά μου να μιλήσω, αλλά η γλώσσα μου δέθηκε κόμπος, μόλις ο υπαστυνόμος στύλωσε το παγερό, εξεταστικό του βλέμμα επάνω μου. Έμοιαζε με ρομπότ προγραμματισμένο να συγκεντρώνει όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες - ακόμη κι εκείνες που οι μάρτυρες δεν ήθελαν να αποκαλύψουν. Ιδίως εκείνες!
«Λοιπόν;» με ρώτησε ανυπόμονα.
Συνειδητοποίησα πόσο παρεξηγήσιμη ήταν η σιωπή μου για κάποιον εκπαιδευμένο να υποψιάζεται τους πάντες – πλην των ανωτέρων του – και άνοιξα το στόμα μου χωρίς δεύτερη σκέψη.  
«Ήρθα εδώ λίγα λεπτά πριν... έντεκα παρά τέταρτο, κάπου εκεί πρέπει να ήταν, για να ετοιμάσω... Συγγνώμη, δεν άρχισα σωστά».
«Δεν πειράζει, κα Καλαφάτη· ηρεμήστε».
Το απαθές, αφ’ υψηλού ύφος του μ’ έκανε να αντιδράσω απερίσκεπτα:
«Εύκολο είναι; Ένας άνθρωπος σκοτώθηκε μπροστά στα μάτια μου! Ένας... δικός μου άνθρωπος, φίλος μου εδώ και είκοσι χρόνια»!
Κατάλαβα ότι το είχα παρακάνει και σταμάτησα απότομα. Τα δάκρυά μου όμως δεν κατάφερα να τα συγκρατήσω. Τα ένιωσα πάνω στα μάγουλά μου σαν πυρωμένα σίδερα.  
Ο Θρασύβουλος μου έδωσε μια πετσέτα που πήρε από το τραπέζι.
«Τώρα ξεπέρασες το αρχικό σοκ», είπε.
«Εντάξει είμαι», έκανα εγώ, αφού σκούπισα τα μαύρα, απ’ το μολύβι και τη μάσκαρα, δάκρυά μου.  
«Ώστε είδατε τον φόνο;» ρώτησε ο υπαστυνόμος με ολοφάνερη υπερένταση.
«Ναι, αλλά όχι τον δολοφόνο!» τον έβγαλα αμέσως από την πλάνη του. Όσο είχε συγκινηθεί εκείνος από τα δάκρυά μου, άλλο τόσο στεναχωρέθηκα κι εγώ με την απογοήτευσή του, την οποία φρόντισε τάχιστα να κρύψει.
«Να τα πάρουμε απ’ την αρχή;»
«Βεβαίως», είπα εγώ και πέταξα την πετσέτα σ’ ένα πιάτο. Ένιωθα κάπως καλύτερα τώρα που είχα κλάψει - σχετικά με την αστυνομία και τις «τυπικές διαδικασίες» της, εννοώ. Το τρακ μου είχε φύγει τελείως, είχα ξαναβρεί την αυτοπεποίθησή μου.  
«Όπως βλέπετε, εδώ φιλοξενούμε κοινωνικές εκδηλώσεις. Δεξιώσεις γάμων, βαφτίσεις, συνεστιάσεις και τα λοιπά».
Την προσοχή μου απέσπασε προς στιγμήν ο αμίλητος δεύτερος αστυνομικός, που άρχισε να κινείται με τον γελοίο του τρόπο, σαν να βρισκόταν σε σαλούν, προς τη διπλή πόρτα της κουζίνας – η οποία, παρεμπιπτόντως, έμοιαζε με πόρτα σαλούν.
«Στο ισόγειο είναι το οινοποιείο των αδερφών Μπούτλα. Εγώ είμαι υπεύθυνη για τις εκδηλώσεις. Σήμερα είχα ραντεβού μ’ ένα μελλόνυμφο ζευγάρι, για να συζητήσουμε τις λεπτομέρειες της δεξίωσής τους. Έφτασα εδώ γύρω στις έντεκα παρά τέταρτο. Δεν είδα τον Ιππόλυτο όταν ήρθα. Απ’ έξω περίμεναν ο κύριος Κωστούρος με δύο αλλοδαπούς εργάτες».
«Τι περιμένατε;» ρώτησε τον κυρ-Σάββα ο υπαστυνόμος.
«Τον κ. Ιππόλυτο! Μ’ είχε πάρει τηλέφωνο λίγο πριν, να ’ρθουμε, γιατί κάτι ήθελε να μας πει. Εμείς ήμασταν στο αμπέλι απ’ το πρωί και κλαδεύαμε».
«Πόσο λίγο πριν;»
Ο αυθόρμητος αμπελουργός έκανε μια γκριμάτσα άγνοιας.
«Ξέρω ’γώ... κάνα τέταρτο; Ναι, γιατί μου ’πε να ’ρθούμε σ’ ένα τέταρτο. Δεν είναι μακριά τα χωράφια».
«Σας είπε από πού τηλεφωνούσε;»
«Από το κινητό του, έβγαλε το νούμερο στην οθόνη... Α, πού ήτανε! Όχι, είπε άμα δεν τον βρούμε εδώ απ’ όξω, να κάτσουμε να τον περιμένουμε. Ό,τι είχαμε φτάσει, κι ήρθε και η δεσποινίς Αγνή».
Ο άλλος γύρισε πάλι σ’ εμένα. Συνέχισα από ’κεί όπου είχα σταματήσει.
        «Σε μια στιγμή ακούω το κινητό του Ιππόλυτου – δηλαδή τον ήχο που έ... είχε βάλει ν’ ακούγεται, όταν τον καλούσαν, τον Γούντυ τον Τρυποκάρυδο. Όχι μόνο μια φορά, ξανά και ξανά, σαν να τον έπαιρναν κι εκείνος να μην το σήκωνε».
«Από πού ερχόταν αυτός ο... ήχος;»
Από το ύφος του υπαστυνόμου κατάλαβα πως δεν τον είχε ακούσει ποτέ. Φυσικό ήταν στην ηλικία του.
«Κάτω απ’ το πάτωμα, έτσι μου φάνηκε. Κάπου από ’δώ».
Πήγα προς τον χώρο υποδοχής. Με ακολούθησαν όλοι. Σταμάτησα τρία-τέσσερα μέτρα πριν από τη ράμπα, πάνω από ένα μικρό στρογγυλό τζάμι με μεταλλικό πλαίσιο, σαν φινιστρίνι πλοίου, ένα από τα πολλά που υπήρχαν διάσπαρτα σε όλο το πάτωμα.
«Έσκυψα για να σιγουρευτώ πως δεν με γελούσαν τ’ αυτιά μου, και τότε είδα τον Ιππόλυτο στο κελάρι».
Ο υπαστυνόμος γονάτισε και κοίταξε μέσ’ από το τζάμι. Για λίγο δεν μιλούσε κανείς.
«Τι ακριβώς είδατε;» με ρώτησε μόλις ξανασηκώθηκε.
«Στεκόταν ακριβώς από κάτω. Κουνούσε τα χέρια του στον αέρα, σαν να κολυμπούσε... δεν κατάλαβα τι έκανε. Ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα έπεσε μπρούμυτα κι έμεινε ακίνητος. Είδα το μαχαίρι και τα αίματα στην πλάτη του κι έτρεξα αμέσως έξω...»
Ουρλιάζοντας, θα έπρεπε να προσθέσω, αλλά ντράπηκα.
«Το κινητό του πότε σταμάτησε να χτυπάει;»
Η ερώτηση με αιφνιδίασε.
«Δεν... θυμάμαι», είπα. «Δεν πρόσεξα. Νομίζω, όμως, όταν σηκώθηκα όρθια, δεν ακουγόταν πια. Αλλά δεν ήταν το κινητό του τελικά! Ο ήχος που άκουγα εγώ ήταν πολύ δυνατός, δεν ερχόταν από το κελάρι, αλλά μέσα απ’ το πάτωμα. Είμαι σίγουρη γι’ αυτό».
«Τι εννοείτε;» έκανε. Άθελά μου, του είχα ανταποδώσει τον αιφνιδιασμό.
Ο Θρασύβουλος πήρε την πρωτοβουλία να του εξηγήσει:
«Ανάμεσα στο πάτωμα και στο ταβάνι του ισογείου υπάρχει κενό, κ. υπαστυνόμε. Όχι μεγάλο, δεκαπέντε-είκοσι πόντους». Έδειξε το «φινιστρίνι». «Κάτω από αυτό το τζάμι υπάρχει άλλο ένα, καταλάβατε;»
Ο υπαστυνόμος δεν μίλησε.
«Το κινητό του Ιππόλυτου το βρήκαμε δίπλα του», συνέχισε ο Θρασύβουλος. «Ήταν κλειστό, το δοκίμασα – χωρίς να τ’ ακουμπήσω».
«Αυτό το τζάμι βγαίνει;»
«Ναι, το πλαίσιο είναι καλουπωτό. Μ’ ένα κατσαβίδι βγαίνει».
«Να φέρω κατσαβίδι;» προθυμοποιήθηκε ο κυρ-Σάββας.
«Δεν χρειάζεται», απάντησε κοφτά ο υπαστυνόμος.
Η ματιά του λόξεψε προς τη μεριά της κουζίνας. Γύρισα και είδα τον σιωπηλό συνάδελφό του να ’ρχεται προς το μέρος μας.
«Πάμε λίγο έξω τώρα;» είπε ο πρώτος. Φυσικά, δεν ήταν ερώτηση.
Κατεβήκαμε λοιπόν κάτω - όχι ο άλλος αστυνομικός. Ένα περιπολικό ήταν σταματημένο πολύ κοντά στη σκάλα. Δίπλα στέκονταν δύο ένστολοι και οι εργάτες του κυρ-Σάββα, ξεχωριστά οι μεν από τους δε. Όλοι κάπνιζαν αμίλητοι. Η πόρτα του κελαριού ήταν ορθάνοιχτη. Μέσα εκεί  τριγύριζαν κάποια άτομα με γάντια και πλαστικά καλύμματα στα παπούτσια. Ξέρω γιατί τα φορούσαν – ωστόσο, εκείνη την ώρα σκέφτηκα πως δεν ήθελαν να μολυνθούν από το πτώμα. Το πανί που είχαν ρίξει πάνω του δυνάμωσε αυτή την εντύπωσή μου. Παράλογη εντύπωση, θα μου πείτε! Οι άνθρωποι έκαναν απλώς τη δουλειά τους. Μα ακριβώς αυτό είναι το θέμα.
«Όταν βγήκατε έξω, είδατε πάλι τον κύριο Κωστούρο και τους εργάτες;»
«Ναι. Εδώ μπροστά στην πόρτα στέκονταν», είπα και μου ξέφυγε ένας αναστεναγμός. Ξαφνικά ένιωθα πολύ κουρασμένη.
Ευτυχώς, ο υπαστυνόμος στράφηκε στον κυρ-Σάββα.
«Όσο ήσασταν εδώ, είδατε...;»
«Κανένας δεν μπήκε ούτε βγήκε απ’ το κελάρι! Κι η πόρτα ήταν αμπαρωμένη και κλειδωμένη με το λουκέτο!» βιάστηκε εκείνος να δηλώσει και οι δύο εργάτες να επιβεβαιώσουν, κουνώντας πάνω-κάτω τα κεφάλια τους. «Ο κ. Θρασύβουλος το ξεκλείδωσε», πρόσθεσε.
Ο υπαστυνόμος ρώτησε τον Θρασύβουλο:
«Ήσασταν κι εσείς εδώ;»
«Άκουσα τις φωνές και ήρθα. Ήμουνα σε μια αποθηκούλα που ’χουμε από πίσω, έκανα κάτι μαστορέματα. Να σας δείξω, δεν φαίνεται από ’δώ...»
«Άρα εσείς ακουμπήσατε τελευταίος το λουκέτο, έτσι; Και τι άλλο; Την αμπάρα, το χερούλι της πόρτας...;»
«Δεν θυμάμαι... Έβαλαν και τα παιδιά ένα χεράκι να την ανοίξουμε».
Ο υπαστυνόμος γύρισε απότομα στους εργάτες.
«Εσύ, έπιασες το χερούλι;» ρώτησε τον νεότερο, σαν να τον κατηγορούσε γι’ αυτό.
«Ναι...» απάντησε διστακτικά εκείνος.
«Και τα φώτα εσύ τ’ άναψες;»
«Όχι, κυρ-αστυνόμε, όχι εγώ!»
«Τα φώτα ήταν αναμμένα», πετάχτηκε ο άλλος εργάτης.
      «Α ναι, σωστά», έκανε ο υπαστυνόμος και, γυρίζοντάς μας την πλάτη, μπήκε στο κελάρι.  
Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει σαν να ήταν έτοιμη να εκραγεί μες στο στήθος μου. Η τελευταία ερώτηση του υπαστυνόμου ήταν παγίδα για μένα! Αν τα φώτα ήταν σβηστά, δεν θα μπορούσα να έχω δει τον Ιππόλυτο από πάνω! Με θεωρούσε ύποπτη!
Αναζήτησα το βλέμμα του Θρασύβουλου, αλλά εκείνος είχε στραμμένη την προσοχή του στο εσωτερικό του κελαριού, όπου ο υπαστυνόμος έλεγχε μ’ ένα μακρύ κοντάρι αν η πυκνή σήτα, που έκλεινε τα μικροσκοπικά, χωρίς τζάμια, παραθυράκια στο επάνω μέρος του δεξιού κι αριστερού τοίχου, ήταν γερά στερεωμένη. Προς στιγμήν παραξενεύτηκα. Ακόμη και χωρίς τη σήτα, ήταν ποτέ δυνατόν να περάσει άνθρωπος μέσ’ από ’κείνες τις τρύπες; Μετά κατάλαβα: ήθελε να μου ρίξει στάχτη στα μάτια!
Αφού ολοκλήρωσε τον «έλεγχο», ξαναβγήκε έξω.
«Κοιτάξατε αν υπήρχε κάποιος άλλος στο κελάρι, εκτός από το θύμα;»
«Φυσικά», τον διαβεβαίωσε ο Θρασύβουλος.
«Δεν ήτανε κανένας μέσα!» είπαν και οι άλλοι.
«Ψάξατε αμέσως;»
Απάντησε ο Θρασύβουλος:
«Όχι, γιατί μόλις μπήκαμε στο κελάρι, η κα Καλαφάτη λιποθύμησε. Τη βγάλαμε έξω για να πάρει αέρα - εδώ όμως, μπροστά στην πόρτα...»
«Δεν ήταν τίποτα σοβαρό», είπα εγώ γρήγορα. Πρέπει να είχα κοκκινίσει. «Ήπια λίγο νερό που μου ’φερε ο Θρασύβουλος, και συνήλθα».
«Ύστερα ψάξαμε παντού», ολοκλήρωσε εκείνος την απάντησή του.
Ο υπαστυνόμος πέρασε στο επόμενο ερώτημα.
«Απ’ ό,τι βλέπω, κ. Μπούτλα, το κελάρι σας είναι πολύ μικρότερο απ’ την επάνω αίθουσα». Έδειξε τον τοίχο απέναντι από την ανοιχτή πόρτα. «Υπάρχει κι άλλος χώρος πίσω απ’ αυτόν τον τοίχο;»
«Ναι, έχει άλλο τόσο από πίσω. Είναι το οινοποιείο, με τις δεξαμενές ζύμωσης και τ’ άλλα μηχανήματα».
«Να ρίξω μια ματιά κι εκεί».
Εγώ δεν κουνήθηκα από τη θέση μου, με την ελπίδα να με αφήσει ήσυχη, έστω και προσωρινά.
Αλλά δεν μ’ άφησε.  
«Ελάτε κι εσείς», μου είπε. Δεν ήταν προστακτικός ο τόνος του, εγώ όμως τρόμαξα, σαν να με είχε πυροβολήσει. Για να κρύψω την ταραχή μου, κατέβασα το κεφάλι.
«Όχι εσείς, κ. Κωστούρο, καθίστε ’δώ», τον άκουσα να λέει με την ίδια άχρωμη φωνή, και μετά από μια παύση: «Κάτι ακόμα».
Σε ποιον μιλάει τώρα; πρόλαβα ν’ αναρωτηθώ, πριν συνεχίσει.
«Στο τηλέφωνο σας μίλησε σίγουρα το θύμα;»
«Βέβαια, η φωνή του ήτανε!» απάντησε ο κυρ-Σάββας.
«Είστε καλά;»
Εμένα ρωτούσε. Σήκωσα απότομα το κεφάλι.
«Ναι, ναι», είπα ψέματα.
«Πάμε λοιπόν».
Δεν είχα άλλη επιλογή. Τον ακολούθησα, με την καρδιά μου ν’ αντηχεί δυνατά μέσα στ’ αυτιά μου. 
Στην αποθηκούλα, που του έδειξε ο Θρασύβουλος σε μικρή απόσταση από την πίσω πλευρά του κτιρίου, έριξε μόνο μια φευγαλέα ματιά. Αντίθετα, την τεράστια δίφυλλη πόρτα του οινοποιείου, που ήταν κλειδωμένη με λουκέτο, την εξέτασε πολύ προσεκτικά, προτού ρωτήσει:
«Έχετε τα κλειδιά, κ. Μπούτλα;»
Ο Θρασύβουλος ξεκλείδωσε το λουκέτο και έσυρε με κόπο το ένα φύλλο της πόρτας. Μέσα, σκοτάδι.
Ο υπαστυνόμος πέρασε απ’ το στενό άνοιγμα.
«Το φως είναι στον τοίχο αριστερά», είπε ο Θρασύβουλος.
Με κοίταξε συνωμοτικά, ανασηκώνοντας τους ώμους του.
Ούτε εγώ ήξερα τι έψαχνε το σχολαστικό ρομπότ εκεί μέσα. Και δεν είχα καμία όρεξη να μάθω – σε αντίθεση με τον Θρασύβουλο, ο οποίος μ’ άφησε μονάχη μπροστά στην πόρτα.
Εκτεθειμένη στις τύψεις.
Παρακάλεσα τον Θεό να με συγχωρέσει, μα η ψυχή μου ήταν αδύνατον να βρει γαλήνη.
Το σφυροκόπημα έπαψε, μόνο όταν είδα τον υπαστυνόμο και τον Θρασύβουλο να βγαίνουν απ’ το κτίριο – όταν ο φόβος έπνιξε τη φωνή της συνείδησής μου.
Ήταν ιδέα μου ή με κοιτούσαν και οι δυο τους με υποψία;
       Ο Θρασύβουλος απάντησε σε μια ερώτηση που δεν είχα ακούσει.
        «Δεν την ειδοποιήσαμε ακόμα, βρίσκεται στο εξωτερικό. Είναι αεροσυνοδός.»
         «Παιδιά έχουνε;»
         «Έχει ο αδερφός μου δύο αγόρια – είχε - όχι απ’ την Ευρυδίκη, απ’ τον πρώτο του γάμο. Είναι μεγάλα τώρα, μένουν στην Αθήνα...»
          «Άλλοι κοντινοί συγγενείς υπάρχουν;»
          «Εκτός από μένα; Όχι».
          «Είχε κρατήσει επαφή με την πρώην γυναίκα του;»
          «Δεν χωρίσανε, πέθανε».
          «Ξέρετε αν ο αδερφός σας είχε εχθρούς; Εννοώ κάποιον που υπό τις κατάλληλες συνθήκες δεν θα δίσταζε να τον σκοτώσει. Σας έρχεται κανένας στο μυαλό;»
          «Όχι, αφού δεν υπάρχει! Ο Ιππόλυτος είχε μόνο φίλους, όλοι τον συμπαθούσανε».
          «Ο ίδιος δεν σας είχε μιλήσει ποτέ για...;»
          «Όχι», τον έκοψε ο Θρασύβουλος.  
          Ο υπαστυνόμος απευθύνθηκε σ’ εμένα.
          «Εσείς, κα Καλαφάτη;»
«Τι εγώ;» έκανα σαστισμένη. Ο νους μου είχε κολλήσει στον ορισμό του «εχθρού», που είχε δώσει πριν ο υπαστυνόμος.
«Ξέρετε αν είχε κάποιον εχθρό;»
       Τον κοίταξα άφωνη. Αν ήξερα, λέει! Μήπως ήξερε κι εκείνος; αναρωτήθηκα έντρομη. Είχε μαντέψει το μυστικό μου;
Το ρομπότ περίμενε ανέκφραστο την απάντησή μου. Το πρόσωπό του μπερδεύτηκε μες στο μυαλό μου με το πρόσωπο της Ευρυδίκης. Τους έβλεπα και τους δύο συγχρόνως, να με κοιτάζουν περιμένοντας από μένα την αλήθεια.
Μου ήρθε ζαλάδα. Δεν άντεχα άλλο...
       Έτοιμη ήμουν να σωριαστώ κάτω, όταν ξάφνου άκουσα να με φωνάζουν:
       «Δεσποινίς Αγνή! Δεσποινίς Αγνή!»
Ήταν ο κυρ-Σάββας. Ξεπρόβαλε λαχανιασμένος πίσω από τη γωνία και είπε:
«Ήρθε ένα ζευγάρι για να δει την αίθουσα!»
      Είχα ξεχάσει να τους τηλεφωνήσω να μην έρθουν! Έφυγα άρον-άρον.
Ο επίμονος αστυνομικός επανέλαβε αργότερα την ερώτησή του, αλλά τότε είχα ανακτήσει την ψυχραιμία μου. Του απάντησα μ’ ένα ξερό «όχι», όπως έπρεπε να έχω κάνει εξαρχής. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να μάθει ότι είχα πλαγιάσει με τον Ιππόλυτο, ούτε ότι τον είχα μισήσει θανάσιμα έπειτα, όταν κατάφερα να νικήσω τη λαγνεία μου – ναι, μου ’ρχόταν να τον σκοτώσω κάθε φορά που με αποκαλούσε «θεούσα» ή «υστερική γεροντοκόρη», επειδή δεν ενέδιδα πλέον στις ορέξεις του!
Την αμαρτία μου την εξομολογήθηκα μονάχα στον Θρασύβουλο, λίγο πριν γραφτεί το τέλος αυτής της θλιβερής ιστορίας.



3

(Νέμεσις)

         22 Ιουνίου 1995

         Ο Ιατρίδης σταμάτησε απότομα· χωρίς ν’ αφήσει το σκληρό σαν πέτρα μπράτσο του Καλιακούδη, έσκυψε πάνω από το χείλος της πισίνας. Ένα σαδιστικό χαμόγελο αλλοίωσε την παιδική φυσιογνωμία του – πολύ πιο αποτελεσματικά από το «σοβαρό» κούρεμα και το «γιάπικο» κουστούμι του -, ένα χαμόγελο που κανένας δεν είδε, αφού εκείνη την ώρα, εκτός από τους δυο τους, δεν υπήρχε ψυχή μέσα στο φωταγωγημένο κλειστό κολυμβητήριο, και ο Καλιακούδης είχε τα μάτια δεμένα μ’ ένα μαντήλι, μαύρο όπως και το μαγιό του.
      «Πού είν’ η σκάλα, ρε;» ρώτησε ο αθλητής, ψηλαφώντας με το ελεύθερο χέρι του τον αέρα.
       «Λίγο πιο δεξιά. Έλα...»
Οδήγησε τον Καλιακούδη μπροστά στην κατακόρυφη σκάλα του βατήρα των δέκα μέτρων. Του έβαλε το χέρι σ’ ένα σκαλί κι έπειτα έκανε ένα βήμα πίσω.
       Ο Καλιακούδης πάτησε, προσεκτικά, στο πρώτο σκαλί.          «Πείστηκες πως δεν βλέπω, εντάξει; Ν’ ανέβω;»
«Ν’ ανέβεις. Άμα θες, το διπλασιάζουμε το στοίχημα!» είπε ο Ιατρίδης παρασυρμένος από την έξαψή του.
       «Πάει!» απάντησε ακαριαία ο άλλος. «Εσύ θα χτυπάς το κεφάλι σου μετά! Εγώ σ’το είπα, ρε μαλάκα, και με κλειστά μάτια βουτάω!»
       Μπορεί, αλλά το κεφάλι σου θα το χτυπήσεις εσύ! σκέφτηκε με παιδιάστικη χαιρεκακία ο Ιατρίδης, αυτό το τριαντάχρονο γυμνασιόπαιδο, το θυμωμένο από την εποχή που, για κακή του τύχη, εκείνος κι ο Καλιακούδης, το «μαμμόθρεφτο» και το «αλητάκι», ο τωρινός αντιπρόεδρος του μοναδικού κολυμβητικού συλλόγου της πόλης και ο πανελλήνιος πρωταθλητής των καταδύσεων, ο επίδοξος δολοφόνος και το μελλοντικό θύμα του, κάθονταν σε πλαϊνά θρανία.
         Μια σχέση που άντεξε στον χρόνο, η δική τους· μια σχέση ζωής - και θανάτου.
        Του ήρθε να ζητωκραυγάσει – τόσο ενθουσιασμένος ήταν με το σχέδιό του, τόσο σίγουρος για την επιτυχία του! – μα συγκρατήθηκε.
Αυτό ήταν κάτι που ήξερε να το κάνει καλά.
Ο Καλιακούδης πιάστηκε από τα κάγκελα και, τραγουδώντας ένα λαϊκοπόπ ρεφρέν, άρχισε ν’ ανεβαίνει γρήγορα τη σκάλα. Στο μέσον της, όμως, κοκκάλωσε άξαφνα.
       Το ίδιο κι ο Ιατρίδης, που τον παρακολουθούσε από κάτω. Η σιγουριά του χάθηκε μονομιάς (τέτοιες αιφνίδιες μεταπτώσεις του συνέβαιναν συχνά).
«Τι είναι; Φοβάσαι;» ρώτησε όσο πιο περιπαικτικά μπορούσε, για να συγκαλύψει τον δικό του φόβο.
 Ο άλλος κάγχασε αφ’ υψηλού.
«Σιγά το δύσκολο...»
«Ε τότε;»
Ο αθλητής οσμίστηκε τον αέρα σαν λαγωνικό.
«Κάτι μυρίζει παράξενα...»
«Μήπως ξέχασες να βάλεις αποσμητικό;» έκανε γελώντας ο Ιατρίδης.
Το γέλιο του ακούστηκε εντελώς ψεύτικο.
«Εγώ πάντως δεν μυρίζω τίποτα», πρόσθεσε αμέσως σε σοβαρό τόνο. «Αλλά ξέρεις τι λένε για τους τυφλούς: ότι οξύνονται οι υπόλοιπες αισθήσεις τους!»
«Πότε πρόλαβαν;» είπε με δυσπιστία ο Καλιακούδης, αλλά παρ’ όλ’ αυτά συνέχισε την ανάβασή του.
Διέσχισε τη φαρδιά πλατφόρμα καμαρωτός, όπως πάντα. Η πόζα του δεν άλλαξε ούτε στο τελευταίο, διστακτικό βήμα πριν από την άκρη της πλατφόρμας, όπου στάθηκε προσοχή. Ύστερα σήκωσε τα χέρια στην ανάταση.
Εντωμεταξύ ο μοναδικός θεατής του, που είχε πάρει θέση στη γωνία της πισίνας, δεξιά από τον πρωταθλητή, για να μη χάσει το μοναδικό θέαμα, περίμενε με κομμένη την ανάσα. Η αγωνία του είχε φτάσει στο κατακόρυφο.
Όχι, προσπάθησε να καθησυχάσει τον εαυτό του, δεν υπάρχει πια κίνδυνος, αν είχε καταλάβει κάτι... Μα τι κάνει ο ηλίθιος; Γιατί καθυστερεί;
Πήδα επιτέλους! τον προστάζει, χωρίς να βγάλει άχνα.
Και να! τώρα ο πρωταθλητής, με τα χέρια εκτεταμένα, τα γόνατα λυγισμένα, το μυαλό και τα μάτια σκοτισμένα, ετοιμάζεται να δώσει ώθηση στο αγαλματένιο κορμί, που πολύ σύντομα θα κείτεται, άμορφο κι άπνοο, στον πάτο της άδειας πισίνας!
...  
       Τα φώτα!; Ποιος έσβησε τα φώτα;
Μόλις το κολυβητήριο βυθίστηκε στο σκοτάδι, ο λησμονημένος παιδικός τρόμος του Ιατρίδη για τα σκοτεινά μέρη αναδύθηκε από τα βάθη του ασυνειδήτου του. Πέρασαν λίγες (ή πολλές;) εφιαλτικές στιγμές, μέχρι το μυαλό του να ξαναρχίσει να δουλεύει και το σώμα του να πάψει να τρέμει.
Τότε ήταν που άκουσε τη φωνή του Καλιακούδη να σκίζει τον ζοφερό αέρα, την άναρθρη κραυγή του καθώς έπεφτε στο κενό.
Έτσι έμοιαζε τουλάχιστον κι έτσι κατάλαβε ο Ιατρίδης. Θόρυβο όμως από πρόσκρουση δεν άκουσε.
Κράτησε την ανάσα του και έστησε αυτί: απόλυτη ησυχία.
«Πού είσαι;» φώναξε.
Τίποτα.
Μια αναλαμπή φώτισε τον νου του: Αν είναι ακόμα εκεί πάνω;
Σέρνοντας τα πόδια του, για να μην γκρεμιστεί μέσα στην άδεια πισίνα, κατάφερε να βρει τη σκάλα που είχε ανέβει προηγουμένως ο Καλιακούδης. Από εκείνο το σημείο θα τον άκουγε αν προσπαθούσε να κατέβει κρυφά...
Κι αν είναι παγίδα; αναρωτήθηκε.
Ξαφνικά είδε μια μικρή λάμψη κάμποσα μέτρα μπροστά του (είχε γυρίσει την πλάτη στη σκάλα) και ζάρωσε πανικόβλητος, νομίζοντας πως τον πυροβολούσαν – κάπου είχε διαβάσει ότι τον πυροβολισμό που σε σκοτώνει δεν προφταίνεις να τον ακούσεις.
Ο χρόνος όμως συνέχισε να κυλάει και στ’ αυτιά του, αντί για εκπυρσοκρότηση, έφτασε μια ερώτηση:
«Ποιος είν’ εκεί;»
Με ανακούφιση αναγνώρισε τη φωνή του Μπεκιάρη, του νυχτοφύλακα των αθλητικών εγκαταστάσεων. Σήκωσε το κεφάλι του, κοίταξε πάλι και διαπίστωσε πως η λάμψη μπροστά του τρεμόπαιζε.
«Εγώ είμαι, ο Ιατρίδης!» είπε. Η δική του φωνή ήταν αγνώριστη, υπερβολικά ψιλή.
Ο εξηνταπεντάχρονος νυχτοφύλακας ήρθε κοντά του. Κρατούσε αναπτήρα, είδε ο Ιατρίδης.
«Τι γυρεύεις τέτοιαν ώρα εδώ πέρα;» τον ρώτησε ο Μπεκιάρης.
Πριν απαντήσει, καθάρισε τον λαιμό του.
«Εγώ ή εσύ;» έκανε, όσο μπορούσε πιο αυστηρά. «Δεν πήγες στο Ναύπλιο να δεις το εγγόνι σου;»
«Αύριο θα πάω. Περνούσα τυχαία απ’ έξω κι είδα φώτα αναμμένα. Μου φάνηκε περίεργο τέτοιαν ώρα... και μπήκα να δω τι γίνεται».
Ο Ιατρίδης προσπάθησε να κρύψει την ταραχή του – ήλπιζε ότι το λιγοστό φως θα τον βοηθούσε.
«Κι εγώ το ίδιο, αλλά έγινε διακοπή ρεύματος και...»
«Το ουρλιαχτό δεν τ’ άκουσες;»
«Το ποιο;»
«Όταν σβήσαν τα φώτα, δεν άκουσες τον Καλιακούδη να ουρλιάζει;»
Τον Ιατρίδη τον έλουσε κρύος ιδρώτας.
«Ο Καλιακούδης εδώ; Δεν τον είδα...»
Η φωνή του έτρεμε. Ξερόβηξε πάλι.
«Βρήκα το ντουλάπι του ανοιχτό και ρούχα πεταμένα χάμω», είπε ο Μπεκιάρης, με ύφος που υπονοούσε πως δεν έτρωγε κουτόχορτο.
«Εγώ πάντως δεν τον είδα – ούτε τον άκουσα».
Ο νυχτοφύλακας πλησίασε τον αναπτήρα στο πρόσωπο του Ιατρίδη.
«Τρελός είσαι; Θα με κάψεις!» διαμαρτυρήθηκε εκείνος πισωπατώντας.
«Μη φοβάσαι, παιδί μου· δεν θέλω να σε κάψω. Εγώ το καλό σου θέλω. Και το δικό σου και του πατέρα σου, που μου δίνει ψωμί και τρώω όλ’ αυτά τα χρόνια. Δεν είμαι αχάριστος εγώ!»
«Τι σχέση έχει τώρα ο πατέρας μου;»
«Δεν τον σκέφτεσαι; Δεν υπάρχει μεγαλύτερη πίκρα για ένα γονιό!» αναστέναξε ο Μπεκιάρης.
Προς στιγμήν ο Ιατρίδης αιφνιδιάστηκε. Έπειτα κατάλαβε και ξέσπασε, φανερά σοκαρισμένος:
 «Πας καλά, ρε; Ξεκούτιανες τελείως ή τα ’χεις κοπανήσει πάλι;»
Ο Μπεκιάρης πήρε φωτιά.
«Ρε κωλόπαιδο, έχεις μούτρα και μιλάς; Είδες φως και μπήκες, τάχα μου! Κι ο άλλος γδύθηκε για να κάνει προπόνηση σε άδεια πισίνα!»
«Άει παράτα με, πού να ξέρω ’γώ;»
«Και γιατί κάθεσαι εδώ, μπροστά στη σκάλα;» ρώτησε καχύποπτα ο νυχτοφύλακας. Κοίταξε προς τα πάνω.
      «Δεν σε πειράζει να ρίξω μια ματιά, ε;» πρόσθεσε μ’ ένα ειρωνικό χαμόγελο, έσβησε τον αναπτήρα και άρχισε να σκαρφαλώνει στη σκάλα, προτού ο Ιατρίδης προλάβει να αντιδράσει.
Όχι πως ήταν σε θέση να αντιδράσει!
Ελάχιστα δευτερόλεπτα αργότερα - η ταχύτητα του εξηνταπεντάρη δεν του έκανε καμία εντύπωση τότε - είδε ξανά τη φλόγα του αναπτήρα, στην κορυφή της σκάλας, να φωτίζει το χέρι που τον κρατούσε.
Του ’ρθε να το βάλει στα πόδια, αλλά τα πόδια του δεν τον υπάκουσαν.
Ανώφελο! σκέφτηκε ψυχραιμότερα και έσκυψε το κεφάλι μπροστά στο πεπρωμένο.
Μόλις ένιωσε τη σκάλα να δονείται απαλά και άκουσε τα βήματα του αόρατου Μπεκιάρη να πλησιάζουν, τραβήχτηκε απότομα από το κάγκελο, όπου είχε γείρει στο μεταξύ.
      Ο νυχτοφύλακας άναψε πάλι τον αναπτήρα του και πήδηξε κάτω, από το τρίτο σκαλί.
Το ύφος του δεν ήταν τόσο σκληρό όσο πριν, παρατήρησε ο Ιατρίδης. Η ερώτησή του όμως ήταν εξίσου ειρωνική:
«Πρόλαβε κι έφυγε ο φιλαράκος σου;»
«Δεν είναι φιλαράκος μου και δεν ξέρω πού είναι!»
Αν και έλεγε αλήθεια, δεν ήταν καθόλου πειστικός – το αντιλήφθηκε κι ο ίδιος.
Ο Μπεκιάρης τον κοίταξε καλά καλά, σαν να προσπαθούσε να τον ψυχολογήσει. Ύστερα είπε μειλίχια:
       «Με συμπαθάς που σου φώναξα πριν. Παρασύρθηκα...»
       Ο Ιατρίδης κατάφερε να μη δείξει την έκπληξή του.
«Κι εγώ», απάντησε. «Πάμε να φύγουμε τώρα;» πρόσθεσε, όσο πιο αβίαστα μπορούσε.
«Ναι, πάμε. Κι ας πούμε πως δεν έγινε τίποτα, εντάξει;»
«Εντάξει».
«Δεν θα πεις τίποτα στ’ αφεντικό, έτσι;»
«Όχι βέβαια! Αφού δεν έγινε τίποτα!» τον διαβεβαίωσε ασμένως ο Ιατρίδης κι έκανε ν’ απομακρυνθεί, με τις ελπίδες του αναπτερωμένες.
«Αλλά κι εγώ, μη νομίζεις, τάφος! Μπορείς να μου έχεις απόλυτη εμπιστοσύνη».
Κάτι στον τόνο του Μπεκιάρη ήχησε παράφωνα στ’ αυτιά του Ιατρίδη και τον ακινητοποίησε ακαριαία.
«Σου έχω εμπιστοσύνη», είπε επιφυλακτικά, διαψεύδοντας ακούσια τα λόγια του.
«Έτσι, έτσι. Θα συνεννοηθούμε μια χαρά οι δυο μας, το ξέρω!»
«Τι συνεννόηση θα κάνουμε;»
«Ε, δεν είναι της παρούσης αυτά! Θα τα κουβεντιάσουμε άμα γυρίσω απ’ το Ναύπλιο».
Εμβρόντητος ο Ιατρίδης συνειδητοποίησε ότι ο Μπεκιάρης όχι μόνο επέμενε στο λάθος που είχε πλάσει με το βρόμικο μυαλό του, αλλά σκόπευε να βγάλει και κέρδος απ’ αυτό! Το μήνυμά του ήταν σαφές: σε κρατάω στο χέρι τώρα· ή πληρώνεις ή σε κάνω ρεζίλι!   
Κι αν μάθει την αλήθεια; πήγε αμέσως ο νους του στο χειρότερο, χωρίς εκείνη τη στιγμή να σκεφτεί πως την αλήθεια – είχε σκοτώσει τον Καλιακούδη ή όχι; - δεν την ήξερε ακόμη ούτε εκείνος.
«Εντάξει», ψέλλισε, όταν τελικά ξαναβρήκε τη μιλιά του.
«Άντε τώρα, να πάω εγώ στο σπιτάκι μου κι εσύ στη δουλειά σου... Πέρασε η ώρα!»
Άλλο που δεν ήθελε κι ο Ιατρίδης! Ναι, να φύγουν επιτέλους από ’κεί μέσα και να γυρίσει αργότερα μόνος του μ’ ένα φακό, για να δει...
Φώτα! Ποιος άναψε τα φώτα;
Έκλεισε τα μάτια του τυφλωμένος από την απρόοπτη φωτοχυσία.
«Α, ήρθε το ρεύμα!» έκανε ο νυχτοφύλακας.
Ο Ιατρίδης άνοιξε τα μάτια. Το αλαφιασμένο βλέμμα του καρφώθηκε στην άδεια πισίνα.
«Τι κοιτάς;» τον ρώτησε ο άλλος.
«Κάτι μυρίζει παράξενα», αυτοσχεδίασε.
Καταπώς φάνηκε, το ψέμα του ήταν πιο αληθοφανές από τις αλήθειες του. Ο Μπεκιάρης ανασήκωσε τους ώμους, είπε: «Θα ’χουν ποτίσει τα τοιχώματα απ’ το χλώριο. Ευτυχώς που δεν έχω καλή μύτη!» και κατευθύνθηκε προς την πόρτα των αποδυτηρίων.
Ο Ιατρίδης έριξε μια γρήγορη, αλλά προσεκτική, ματιά τριγύρω: ο Καλιακούδης πουθενά – ούτε νεκρός ούτε ζωντανός.
Τι να πιστέψει; Τα μάτια του ή το μυαλό του; Αυτό που έβλεπε ή εκείνο που θυμόταν; Προσπάθησε απεγνωσμένα να τα συμβιβάσει:
Μήπως ο Καλιακούδης είχε κατέβει αθόρυβα τη σκάλα όταν είχαν σβήσει τα φώτα, προτού ο ίδιος πάει στη βάση της, και είχε ξεγλιστρήσει από την ξεκλείδωτη πόρτα των αποδυτηρίων;
Μα αφού είχε ακούσει το ουρλιαχτό του να ’ρχεται από ψηλά - τόσο ψηλά μόνο η πλατφόρμα βρισκόταν!
Το ’χε ακούσει στ’ αλήθεια... ή το ’χε φανταστεί;
Είχε μάρτυρα όμως, τον Μπεκιάρη! Άρα, δεν ήταν παραίσθηση!
Εκτός...
Εκτός αν ήταν και ο «αξιόπιστος» μάρτυράς του παραίσθηση, αποκύημα άρρωστου μυαλού!
Όχι... όχι, αδύνατον! Δεν ήταν τρελός!
Αλλά τότε; Μήπως έβλεπε όνειρο;
Δάγκωσε με μανία το κάτω χείλι του· ένιωσε τον πόνο, γεύτηκε το αίμα. Ξύπνιος ήταν, δεν υπήρχε αμφιβολία γι’ αυτό.
Το μυαλό του, όμως, πώς να το ελέγξει ο δύστυχος;



Η ετυμηγορία

«Κατ’ αρχάς, γιατί αυτοί οι τραγικοί τίτλοι;»
       «Δεν σας άρεσαν;» ρωτά ο κεραυνόβλητος νεαρός τον κριτή του.
     «Πώς! Μου άρεσαν πολύ!» απαντά ο Δημούλης, απορώντας με την αντίδραση του Ντίνου, ώσπου αντιλαμβάνεται την παρανόηση και συμπληρώνει: «“Εμπνευσμένοι από την αρχαία τραγωδία” εννοούσα, όχι... “αποτυχημένοι”!»
      «Α, τραγικοί, μάλιστα!» παίρνει πάλι ανάσα ο Ντίνος. «Να εξηγήσω. Στην πρώτη ιστορία, ο “στραγγαλιστής με τα κασκόλ” μετά την απόδρασή του απ’ το κλειδωμένο διαμέρισμα νιώθει πλέον άτρωτος, ανίκητος! Διαπράττει δηλαδή ύβρη, με μοιραία για τον ίδιο αποτελέσματα. Στη δεύτερη, ο δολοφόνος του Μπούτλα, παρότι έχει κάνει τον “τέλειο φόνο”, μπλέκεται στα “δίχτυα της άτης”, θολώνει ο νους του και νομίζει εσφαλμένα πως η Καλαφάτη τον έχει καταλάβει, οπότε προσπαθεί να της κλείσει το...»
«Δεν τον σκότωσε η Καλαφάτη;»
«Όχι!» κάνει μειδιώντας ο Ντίνος, κάτι παραπάνω από ικανοποιημένος με τον εαυτό του, που κατάφερε να ξεγελάσει τον ειδήμονα, «ο αδερφός του τον σκότωσε για να του “φάει” τη γυναίκα, την αεροσυνοδό!»
      Η άφωνη έκπληξη του «Πατριάρχη» τής ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας είναι για τον νεόκοπο συγγραφέα η επισημότερη επιβεβαίωση της αξίας του.
«Και στην τρίτη νουβέλα», συνεχίζει με εξόφθαλμο ενθουσιασμό, «παρακολουθούμε την τιμωρία του Ιατρίδη για την απόπειρά του εναντίον του Καλιακούδη. Ο ίδιος ο Καλιακούδης είναι η νέμεσή του, σιγά σιγά και μεθοδικά τον σπρώχνει στην τρέλα!»
«Σου αρέσουν πολύ οι γρίφοι και τ’ “αδύνατα” εγκλήματα, βλέπω!» λέει ο Δημούλης· το ύφος του είναι κάπως συγκαταβατικό, αλλά πάνω στην έξαψή του ο Ντίνος δεν το προσέχει.
«Ναι, πάρα πολύ!» παραδέχεται. «Γι’ αυτό αγαπώ την αστυνομική λογοτεχνία!»
«Είναι σαφές επίσης πως δεν σου λείπει καθόλου η δημιουργική φαντασία. Και το γράψιμό σου είναι σε πολύ καλό επίπεδο», αποφαίνεται μειλίχια ο διάσημος συγγραφέας, κάνει μια παύση και προσθέτει στον ίδιο τόνο: «Αλλά οι καταστάσεις που περιγράφεις είναι τελείως εξωπραγματικές».
«Τι εννοείτε;» κάνει ο λαβωμένος νεοσσός.
      «Είναι απλό: κανένας πραγματικός δολοφόνος δεν θα σκότωνε το θύμα του έχοντας ένα σωρό μάρτυρες τριγύρω. Ούτε θα διάλεγε σαν μέθοδο τη βουτιά σε άδεια πισίνα! Και φυσικά, κανένας καταδιωκόμενος σήριαλ κίλερ, όσο τρελός κι αν είναι, δεν θα καθυστερούσε για να σκηνοθετήσει μία μυστηριώδη εξαφάνιση!»
«Ήθελε να μπερδέψει τους διώκτες του. Ο Ιατρίδης ήθελε να φανεί η βουτιά σαν αυτοκτονία, κι ο Μπούτλας έχει ακλόνητο άλλοθι», ενίσταται άψυχα ο κρινόμενος.
«Ναι, αλλά δεν γίνεται να ’ναι συγχρόνως και πανέξυπνοι και πανηλίθιοι, καταλαβαίνεις τι θέλω να πω;»
       Επειδή ακριβώς καταλαβαίνει, ο Ντίνος σωπαίνει.
       «Βέβαια, αυτό εξυπηρετεί τον γρίφο. Από την άλλη όμως, ακυρώνει τον μύθο!» εξακολουθεί ο Δημούλης την κατεδαφιστική κριτική του, σε ήπιο τόνο πάντα. «Η υπόθεση καταντάει πρόσχημα και ο γρίφος η ουσία, ενώ θα έπρεπε να συμβαίνει το ανάποδο. Ε, αυτό δεν είναι λογοτεχνία, είναι μια σπαζοκεφαλιά, φτιαγμένη μόνο και μόνο για να προσπαθήσει να τη λύσει ο αναγνώστης – οπότε, δεν έχει καν σημασία αν είναι καλογραμμένη. Η αστυνομική λογοτεχνία άλλον στόχο έχει: να φωτίσει τη σκοτεινή πλευρά της κοινωνίας, μέσα στην οποία ζει ο αναγνώστης. Είναι κάτι που τον αφορά άμεσα – όπως κάθε αληθινό έργο τέχνης άλλωστε – όχι ένα “διανοητικό παιχνίδι”, που το διαβάζει για να ξεχαστεί! Μπορεί έτσι να ξεκίνησε, αλλά στην πορεία ενηλικιώθηκε και έχει πλέον αποβάλει τα χαρακτηριστικά της παράλογο-τεχνίας (sic). Για όποιον θέλει να “ξεφύγει” απ’ την πραγματικότητα, υπάρχουν πάντα τα θρίλερ και τα ρομάντζα· και για όποιον θέλει ν’ ακονίσει το μυαλό του, τα σταυρόλεξα και τα κουΐζ!»
Ένα κόκκινο φωτάκι ανάβει ξαφνικά στο καντράν του τηλεφώνου του και διακόπτει την «κατήχηση».
Στη φωνή μέσα από το ακουστικό, απαντά: «Ναι, να περιμένει λίγο, τελειώνω». Κλείνει το τηλέφωνο.
«Λοιπόν», λέει στον αποσβολωμένο Ντίνο, «δεν είναι κρίμα να χαραμίζεις το ταλέντο σου σε σπαζοκεφαλιές; Γιατί έχεις λογοτεχνικό ταλέντο! Τα “απίστευτα μυστήρια” κι όλ’ αυτά, μια γελοία μόδα ήταν, που έχει περάσει ανεπιστρεπτί – πώς ήτανε τα ιπποτικά μυθιστορήματα στα χρόνια του Θερβάντες...; Δες το και πρακτικά στο κάτω κάτω. Θέλεις να σε διαβάζουν, έτσι δεν είναι; Άσε την πραγματικότητα να σε εμπνεύσει... να σου δώσει την πρώτη ύλη... Δημοσιογράφος είσαι, δεν θα δυσκολευτείς να βρεις ένα ενδιαφέρον θέμα – τόσα υπάρχουν! Αυτή τη συμβουλή έχω να σου δώσω».
Βλέποντας τον νεαρό να σκύβει το κεφάλι, προσθέτει:
«Δεν υπάρχει λόγος να στενοχωριέσαι! Το πρώτο σου γραπτό ήταν αυτό· έχεις όλη τη ζωή μπροστά σου! Να σου πω κι ένα επαγγελματικό μυστικό; Θα το διαπιστώσεις κι εσύ στην πορεία: για ένα συγγραφέα, για ένα δημιουργό, το καλύτερο του έργο είναι πάντα το επόμενο!»
Τα λόγια του, ωστόσο, δεν καταφέρνουν να μετριάσουν την απογοήτευση του Ντίνου, που σηκώνεται από την καρέκλα του και ψιθυρίζει, σαν να έχει μόλις δεχτεί συλλυπητήρια για τον θάνατο αγαπημένου του προσώπου:
«Σας ευχαριστώ πολύ...»
Κάνει να φύγει. Βιάζεται να γυρίσει στο σπίτι του και να διαγράψει τα πρωτόλειά του από τη μνήμη του υπολογιστή και τη δική του.
Τον καθηλώνει όμως η αναπάντεχη ερώτηση του Δημούλη:
«Πού πας; Δεν θα μου πεις τις λύσεις;»
Την άλλη στιγμή ξανανάβει το φωτάκι του τηλεφώνου. Ο πολυπράγμων συγγραφέας στραβομουτσουνιάζει· ρίχνει μια ματιά στο ρολόι του.
«Ή μάλλον...» λέει με ύφος σκεφτικό, «δεν μου στέλνεις ολόκληρες τις νουβέλες στο e-mail καλύτερα; Και μιλάμε ύστερα με την ησυχία μας. Συγγνώμη, αλλά... βλέπεις την κατάσταση! Τα έχεις τα τηλέφωνά μου, έτσι;»

Πέρας της ακροαματικής διαδικασίας

* * *

Παράρτημα Α΄

Οι εξωφρενικές λύσεις των εξωπραγματικών αινιγμάτων
(εν περιλήψει)

Ύβρις: Το θαυματουργό βελονάκι

Ο σήριαλ κίλερ πήρε ένα βελονάκι του πλεξίματος και έδεσε την άκρη ενός νήματος στη γυριστή μύτη του. Έβαλε το βελονάκι στην οριζόντια κλειδαρότρυπα της εξώπορτας, με τη μύτη προς το εσωτερικό του διαμερίσματος. Πέρασε την ελεύθερη άκρη του νήματος μέσα από τους κρίκους της αλυσίδας και από την υποδοχή της, και την έδεσε στο βελονάκι. Κατόπιν το έσπρωξε μέχρι η άλλη άκρη του να βγει από την εξωτερική μεριά της πόρτας.
Τοποθέτησε ένα ζευγάρι παπούτσια κοντά στην μπαλκονόπορτα του σαλονιού. Αφού πάτησε στο χυμένο αίμα του αστυνομικού, περπάτησε ώς την μπαλκονόπορτα. Εκεί άλλαξε παπούτσια· το λερωμένο ζευγάρι το έβαλε στο σακίδιό του.
Βγήκε από το διαμέρισμα, έκλεισε την εξώπορτα. Τράβηξε το βελονάκι, το οποίο προεξείχε από την κλειδαριά, έλυσε την άκρη του νήματος που είχε δέσει τελευταία και, κρατώντας με το ένα χέρι το βελονάκι, άρχισε να τραβάει με το άλλο χέρι το νήμα, ώσπου η αλυσίδα μπήκε στην υποδοχή. Έβαλε μετά το βελονάκι (μαζί με το νήμα) στο σακίδιό του, κλείδωσε την πόρτα και ανέβηκε στην ταράτσα, απ’ όπου πέρασε στη διπλανή πολυκατοικία.


Άτη: Το παραπλανητικό περισκόπιο

Ο Θρασύβουλος Μπούτλας ανάγκασε τον αδερφό του, υπό την απειλή μαχαιριού, να τηλεφωνήσει στον Κωστούρο και να του πει να έρθει μαζί με τους δύο εργάτες στην μπροστινή αυλή του κτιρίου. Ύστερα τον οδήγησε στο κελάρι, όπου τον σκότωσε. Αφού κλείδωσε το κελάρι, πήγε και κρύφτηκε στον άλλο χώρο του ισογείου, στο οινοποιείο.
Μόλις έφτασαν ο Κωστούρος, οι εργάτες και η Καλαφάτη, τηλεφώνησε από ένα «ανώνυμο» καρτοκινητό που είχε μαζί του, σε ένα άλλο «ανώνυμο» καρτοκινητό, το οποίο είχε κρύψει κάτω από το παρκέ της αίθουσας εκδηλώσεων (στον πρώτο όροφο του κτιρίου). Η Καλαφάτη άκουσε τον Γούντυ τον τρυποκάρυδο και, όπως ήταν αναμενόμενο, κοίταξε μέσα από το «φινιστρίνι».
Κάτω από το συγκεκριμένο «φινιστρίνι» όμως, που βρισκόταν πάνω από το κελάρι, και κάτω από ένα άλλο «φινιστρίνι», που βρισκόταν λίγα μέτρα μακριά από το πρώτο, πάνω από το οινοποιείο, ο Θρασύβουλος είχε τοποθετήσει αποβραδίς ειδικούς φακούς (καθρεφτάκια) υπό γωνία, φτιάχνοντας έτσι ένα αυτοσχέδιο περισκόπιο με ορθογώνιο «σωλήνα»· οι πλευρές του «σωλήνα» ήταν: από πάνω το παρκέ, από κάτω η πλάκα της οικοδομής, και δύο παράλληλα δοκάρια για τη στήριξη του ξύλινου πατώματος δεξιά και αριστερά. Επιπλέον, το κελάρι και το οινοποιείο είχαν ολόιδια δάπεδα και ο Θρασύβουλος φορούσε ρούχα ίδια με του αδερφού του.
Η Καλαφάτη, λοιπόν, έπεσε θύμα οφθαλμαπάτης: νόμισε πως είδε τον Ιππόλυτο να πέφτει νεκρός στο κελάρι με ένα μαχαίρι καρφωμένο στην πλάτη, ενώ στην πραγματικότητα είδε τον Θρασύβουλο να πέφτει στο δάπεδο του οινοποιείου και ένα ψεύτικο μαχαίρι να εξέχει από την πλάτη του. Ο δολοφόνος έπεσε μπρούμυτα για να κρύψει το πρόσωπό του - στην ίδια στάση είχε τοποθετήσει και το πτώμα.
Έπειτα βγήκε από το οινοποιείο, κλείδωσε, έτρεξε στην αποθηκούλα και, αφού έκρυψε τη μεταμφίεση και το καρτοκινητό του, έκανε την εμφάνισή του. Όταν η Καλαφάτη λιποθύμησε στη θέα του πτώματος, βρήκε ευκαιρία και ανέβηκε στην αίθουσα εκδηλώσεων. Άνοιξε τα δύο «φινιστρίνια», έριξε κάτω τους φακούς και τους έσπρωξε μακριά από τα «φινιστρίνια». Το δεύτερο καρτοκινητό το έφερε πιο κοντά στο «φινιστρίνι» του κελαριού, απ’ ό,τι ήταν πριν, ώστε η αστυνομία να μη χρειαστεί να ψάξει πολύ προσεκτικά κάτω από το παρκέ μέχρι να το βρει.

                                                     
Νέμεσις: Το αόρατο σχοινί

Στην εσωτερική πλευρά του κιγκλιδώματος τής πλατφόρμας – όχι της σκάλας, γιατί θα ήταν ορατό από κάτω - ήταν στερεωμένο με ειδική κόλλα ένα μακρύ σχοινί. Όταν ο συνεργός του Καλιακούδη, ο Μπεκιάρης, έσβησε τα φώτα του κολυμβητηρίου, ο Καλιακούδης ξεκόλλησε το σχοινί, το έδεσε εκεί όπου τελείωνε το κάγκελο, κοντά στην μπροστινή άκρη της πλατφόρμας, και καταρριχήθηκε ταχύτατα ώς τον πάτο της πισίνας «γλιστρώντας» στο σχοινί και ουρλιάζοντας συγχρόνως. Ο Ιατρίδης ξεγελάστηκε από την κραυγή και υπέθεσε πως η πτώση του Καλιακούδη ήταν ελεύθερη – πάνω στην ταραχή του δεν σκέφτηκε ότι ένας καταδύτης, που, εννοείται, δεν ξέρει πως βουτάει σε άδεια πισίνα (αλλιώς δεν θα πηδούσε), δεν έχει λόγο να ουρλιάζει παρά μόνο μετά την πρόσκρουση (εάν είναι σε θέση τότε να ουρλιάξει...)
Κατόπιν ο Καλιακούδης κρύφτηκε μέσα στην πισίνα. Ο Μπεκιάρης ανέβηκε στον βατήρα και έλυσε τον κόμπο. Ο Καλιακούδης μάζεψε το σχοινί από κάτω, βγήκε κρυφά από την πόρτα των αποδυτηρίων και άναψε ξανά τα φώτα.


Παράρτημα Β΄

Η πρόσκληση

            Ένα βράδυ, έξι μήνες αργότερα, ο αρχισυντάκτης της ημερήσιας πολιτικής εφημερίδας «Η Πρώτη Πρωινή» Τίτος Πανομέγας, νονός του Ντίνου και στενός φίλος του Δημούλη, λαμβάνει στην προσωπική του ηλεκτρονική διεύθυνση την ακόλουθη πρόσκληση:

Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΔΗΜΟΥΛΗΣ
ΚΑΙ Ο ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ «ΠΤΗΣΕΙΣ»

ΣΑΣ ΠΡΟΣΚΑΛΟΥΝ

ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΠΟΛΥΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΟΥ ΠΕΡΙΚΛΗ ΔΗΜΟΥΛΗ

Ο ΔΡΑΚΟΣ ΦΟΡΟΥΣΕ ΚΑΣΚΟΛ
ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΛΕΚΚΑ

ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΑΤΥΠΗΣ ΤΡΙΛΟΓΙΑΣ ΜΕ ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΤΙΤΛΟ
«ΤΑ ΤΡΙΑ ΚΑΚΑ ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ ΜΑΣ»

ΤΟ ΣΑΒΒΑΤΟ 13 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ, ΩΡΑ 12.30 Μ.Μ.
ΣΤΟ ΠΑΤΑΡΙ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΥ «ΘΕΣΜΟΣ» (Πεσμαζόγλου 10)

  
“Τι κρίμα που δεν θα ’ναι εκεί κι ο Ντίνος! Πόσο θα χαιρότανε, ο καημένος!” σκέφτεται μελαγχολικά ο παραλήπτης της πρόσκλησης και, όσο να ολοκληρωθεί η εκτύπωσή της, καταριέται από μέσα του τον άγνωστο ασυνείδητο οδηγό που πριν από τέσσερις μήνες περίπου παρέσυρε και σκότωσε τον βαφτισιμιό του, ενώ εκείνος διέσχιζε την οδό Δροσοπούλου, στην Κυψέλη.

[2012]