Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2014


ΟΞΙΝΗ ΒΡΟΧΗ

 

Ένας εκκωφαντικός κρότος μέσα από τα πυκνά κατάμαυρα σύννεφα που σκέπαζαν τη μικρή στερεολλαδίτικη πόλη, τράβηξε την προσοχή τής φαινομενικά εύθυμης συντροφιάς των τεσσάρων μεσήλικων φίλων, η οποία εκείνη τη στιγμή έβγαινε στην κλεισμένη με τζάμια βεράντα του ρετιρέ μιας ολοκαίνουργιας πολυκατοικίας, στην άκρη της πόλης, για να απολαύσει τον απογευματινό της καφέ. Τη συντροφιά συναποτελούσαν οι οικοδεσπότες, Δημήτρης Πανδής και Βάγια Τσαούση, υπάλληλος της Πολεοδομίας ο ένας, καθηγήτρια φιλόλογος σε Λύκειο η άλλη, και οι συνάδελφοι της Τσαούση στο ίδιο Λύκειο, Αλέξης Παπακώστας, χημικός, και Εύα Ταγκούλη, γυμνάστρια.    

ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Επιτέλους, ξέσπασε η μπόρα! Να φύγει αυτή η μαυρίλα, καλοκαιριάτικα!

ΒΑΓΙΑ: Προλάβατε και ήρθατε στεγνοί τουλάχιστον.

ΑΛΕΞΗΣ: Εγώ, Βάγια μου, όχι και τόσο, ακόμα προσπαθώ να συνέλθω από το μεσημεριανό καραφάκι.

ΒΑΓΙΑ: Αυτά παθαίνει όποιος πίνει μόνος του!

ΑΛΕΞΗΣ (αναστενάζοντας): Η μοίρα του χωρισμένου!

(Η Βάγια γελάει.)                                       

ΕΥΑ: Πω, πω, τι ρίχνει! Καλύτερα όμως, να ποτιστεί λιγάκι κι η γη!

ΑΛΕΞΗΣ (σε σοβαρό τόνο): Ναι, να ποτιστεί κατευθείαν με λιπάσματα· δύο σε ένα! Από τα φουγάρα της βιομηχανικής ζώνης στο πιάτο σας!

ΕΥΑ: Έλα, ρε Αλέξη, αηδία!

ΒΑΓΙΑ: Αλήθεια σου λέει, Εύα. Τι νόμιζες, ότι η βροχή είναι όπως παλιά;

ΔΗΜΗΤΡΗΣ (ειρωνικά): Ελπίζω να μην τρυπήσουν τα τζάμια απ’ την όξινη βροχή!

ΒΑΓΙΑ: Μια φορά δεν μπορείς να μιλήσεις σοβαρά, βρε Δημήτρη! Άντε, καθίστε να φέρω τους καφέδες. Αλέξη, θες φραπέ;

ΑΛΕΞΗΣ: Πάντα. Σκέτο.

ΕΥΑ: Στο δικό μου βάλε λίγο γάλα και λίγη ζάχαρη. Μήπως έχεις μαύρη;

ΒΑΓΙΑ: Όχι, αλλά έχω ένα άλλο γλυκαντικό...

ΕΥΑ: Άγλυκο! Δεν βαριέσαι, βάλε κανονική! Ένα κιλό που ’ναι να ’ρθεί...

ΒΑΓΙΑ: Δεν έχεις ανάγκη εσύ! (Στον Δημήτρη, κοφτά): Ελληνικό θες;

ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Ναι. Φέρε και κάνα μπισκοτάκι.

ΒΑΓΙΑ: Ξέρω, ξέρω... (Μπαίνει μέσα στο σπίτι.)

ΕΥΑ: Να κάνουμε ένα τσιγαράκι, Δημήτρη, ή μήπως δεν μπορείς;

ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Κάντε, μια χαρά είμαι τώρα. Απλώς, δεν θα σας κάνω παρέα.

(Η Εύα και ο Αλέξης ανάβουν τσιγάρo.)

ΑΛΕΞΗΣ: Ήσουν άρρωστος; Δεν μου το ’πε η Βάγια.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Τώρα καλά είμαι, αλλά έχω τρεις μέρες κλεισμένος μέσα.

ΕΥΑ: Πω, πω, καημένε μου! Θα έσκασες, φαντάζομαι! Αν και τις δυο τελευταίες μέρες, μ’ αυτή τη συννεφιά, τι να ζηλέψεις απ’ το έξω; 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Μωρέ ζήλευα... Πείτε κάνα νέο! Τι κάνουν οι δίδυμοι;

ΕΥΑ: Με παιδεύουν!

ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Έτσι είναι τα παιδιά... φαντάζομαι. Ο δικός σου, Αλέξη;

ΑΛΕΞΗΣ: Μια χαρά. Όσο είναι μαζί μου, τουλάχιστον!

ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Και οι δουλειές;

ΑΛΕΞΗΣ: Οι δουλειές; Τα ιδιαίτερα;

ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Το Φυσικό Μέλλον λέω.

ΑΛΕΞΗΣ: Ααα! Δεν σ’τα λέει η Βάγια;

ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Κάνει και τίποτ’ άλλο; Όλο για τα οικολογικά μού μιλάει. Της έχεις πάρει τα μυαλά μ’ αυτή την οργάνωση.

ΑΛΕΞΗΣ: Είμαστε τυχεροί που την έχουμε μαζί μας. Είναι αξιοθαύμαστος ο ενθουσιασμός της.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Ο οποίος την έχει συνεπάρει, και νομίζει πως θα σώσει τον κόσμο!

ΕΥΑ: Να μην κάνει μια προσπάθεια, δηλαδή;

ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Ωχ, έλα τώρα, βρε Εύα... Λες να εξαρτάται από ’μάς η σωτηρία της φύσης;

ΑΛΕΞΗΣ: Η καταστροφή της πάντως, σίγουρα!

ΕΥΑ: Α, Δημητράκη, δεν έχεις δίκιο! Κακό είναι να έχει οικολογική συνείδηση η γυναίκα; Αλλά μάλλον το λες, επειδή σου λείπει... Αχ, μακάρι να ήταν έτσι κι ο Θοδωρής μου! Μπορείς όμως να γραφτείς κι εσύ στην οργάνωση!

ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Ναι, άλλη όρεξη δεν είχα να τρέχω στα βουνά και στα λαγκάδια!

ΑΛΕΞΗΣ: Δεν θα ’ρθείς τον Αύγουστο;    

ΕΥΑ: Έχετε προγραμματίσει τίποτα; Τελευταία τα μαθαίνω εγώ!

ΑΛΕΞΗΣ: Ένα τριήμερο υπαίθριο κάμπινγκ, σ’ ενάμιση μήνα από τώρα, πάνω, στο ποτάμι. Θα ’ρθουν νέοι απ’ όλη την Ελλάδα. Θα έχουμε οικολογικές δραστηριότητες, μουσικές εκδηλώσεις, συζητήσεις...

ΕΥΑ: Πράματα και θάματα ακούω! Καλά, κύριε πρόεδρε, έχει το ταμείο τόσα λεφτά;

ΑΛΕΞΗΣ: Έχουμε βρει χορηγούς, Εύα...

ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Φαντάσου σκουπίδι και κακό που θ’ αφήσουν πίσω τους οι ευαισθητοποιημένοι νέοι!

ΑΛΕΞΗΣ: Παραείσαι αρνητικός!

ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Παραείμαι ρεαλιστής!

ΕΥΑ: Α, να κι η Βάγια! Καλά που ήρθες, γιατί έτοιμοι ήταν να τσακωθούνε!

ΒΑΓΙΑ: Τι έγινε, πάλι για μπάλα λέγατε; Ορίστε τα καφεδάκια σας! (Τους σερβίρει.)

ΕΥΑ: Καλέ, τι πίνεις εσύ;

ΒΑΓΙΑ: Γκρέιπφρουτ.

ΕΥΑ: Ξινό δεν είναι;

ΒΑΓΙΑ: Είναι, αλλά τι να κάνω; Είναι μες στη δίαιτα!

ΑΛΕΞΗΣ: Γιατί κάνεις δίαιτα;

ΒΑΓΙΑ: Καλή προσπάθεια, Αλέξη, αλλά...

ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Η αλήθεια είναι ότι πρέπει να χάσει λιγάκι.

ΕΥΑ: Πω, πω, παίρνω πίσω τα καλά λόγια που είπα για σένα!

ΒΑΓΙΑ: Μπα, παινεύεις τον άντρα μου πίσω από την πλάτη μου;

(Οι δύο γυναίκες γελούν.)

ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Δεν είπα τίποτα κακό! Για την υγεία σου το λέω!

ΒΑΓΙΑ: Τ’ ακούς, Εύα; Έτσι είναι οι άντρες: άμα πάψουν να νοιάζονται για σένα, αρχίζουν να νοιάζονται για την υγεία σου!

ΔΗΜΗΤΡΗΣ (θιγμένος): Μα τι λες;

ΕΥΑ: Πλάκα κάνει, βρε Δημήτρη!

ΒΑΓΙΑ: Άντε, στην υγειά σας!

ΕΥΑ: Δεν λέμε με τον καφέ, είναι γρουσουζιά!

ΒΑΓΙΑ: Εγώ έχω γκρέιπφρουτ, βρε! (Ανάβει κι εκείνη τσιγάρο.)

ΕΥΑ: Δυνατός!

ΒΑΓΙΑ: Τώρα που είπες «δυνατός», τι θυμήθηκα; Πάρτε και μπισκοτάκι εσείς που μπορείτε! Διαβάσατε για ένα γυμναστή στην Αθήνα; Δεν έγραφε η εφημερίδα σε ποιο Λύκειο δούλευε.

ΕΥΑ: Τι έπαθε;

ΒΑΓΙΑ: Τι έπαθε; Τον πιάσανε! Πότιζε αναβολικά τους παίκτες της σχολικής ομάδας μπάσκετ που προπονούσε, για να ’κονομάει απ’ τα στοιχήματα.

ΕΥΑ: Δεν είμαστε καλά!

ΒΑΓΙΑ: Κι όμως...!

ΑΛΕΞΗΣ: Δηλαδή τους τα ’δινε εν αγνοία τους;

ΒΑΓΙΑ: Τι να σου πω, βρε Αλέξη... Έτσι έλεγε η εφημερίδα, αλλά εγώ δεν είμαι τόσο σίγουρη.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Σιγά μην τους τα ’δινε τζάμπα!

ΕΥΑ: Πω, πω! Τέτοια ακούς και δεν ξέρεις από πού να φυλαχτείς! Δεν είναι να ’χεις εμπιστοσύνη... Βάγια, τι έχεις;

            Ξαφνικά η Βάγια άρχισε να βήχει, σαν να πνιγόταν. Έπιασε τον λαιμό της, κι αμέσως το σώμα της έπεσε αναίσθητο μπροστά. Οι άλλοι τρεις πετάχτηκαν όρθιοι και έσκυψαν από πάνω της έντρομοι, προσπαθώντας μάταια να τη συνεφέρουν.        

 
* * *

Η αστυνομία ενημερώθηκε τηλεφωνικώς για το συμβάν από ένα γιατρό του τοπικού νοσοκομείου, στο οποίο είχε διακομιστεί με το αυτοκίνητο του συζύγου της η ήδη νεκρή, σύμφωνα με τα λεγόμενα του γιατρού, Βάγια Τσαούση. Ο αστυνόμος Α΄ Αργύρης Δευτεραίος, συνοδευόμενος από άντρες του Τμήματος Ασφάλειας, μετέβη στο νοσοκομείο, όπου βρίσκονταν ο Δημήτρης Πανδής και ο Αλέξης Παπακώστας, και, αφού συνομίλησε για λίγη ώρα με τον προαναφερθέντα γιατρό, επέστρεψε μαζί με τον σύζυγο και τον συνάδελφο της νεκρής στο διαμέρισμα του ζεύγους Πανδή, όπου είχε παραμείνει η Εύα Ταγκούλη. Επέβλεψε το έργο των αντρών της Σήμανσης, ιδίως τη συλλογή των προς εργαστηριακό έλεγχο αντικειμένων, και στη συνέχεια άρχισε την κατ’ ιδίαν ανεπίσημη εξέταση των μαρτύρων-υπόπτων, στο άνετο και ήσυχο σαλόνι του ρετιρέ.
Ξεκίνησε από τον σύζυγο του θύματος, ο οποίος ήταν παλιός συμμαθητής του.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Θα μου πεις τι συμβαίνει; Τι οξεία δηλητηρίαση είν’ αυτή;

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Από υδροκυάνιο. Τα συμπτώματα, η μυρωδιά από πικραμύγδαλο που εντόπισε ο γιατρός, όλα τα μέχρι στιγμής στοιχεία αυτό δείχνουν. Μετά την τοξικολογική ανάλυση θα ξέρουμε περισσότερα.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ (κατάπληκτος): Θες να πεις ότι κάποιος τη σκότωσε;

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Έτσι φαίνεται, δυστυχώς.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Δεν το χωράει ο νους μου! Μα ποιος; Πώς; Γιατί;

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Αυτό ακριβώς ερευνώ. Καταλαβαίνω σε τι κατάσταση πρέπει να βρίσκεσαι τώρα, Δημήτρη, αλλά, δυστυχώς, είμαι υποχρεωμένος να σου κάνω μερικές ερωτήσεις.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Ρώτα ό,τι θες.

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Η πρώτη είναι η πιο δύσκολη.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ (κάπως εριστικά): Ρώτα, Αργύρη, δεν έχω να κρύψω τίποτα!

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Είχε κανένα λόγο η γυναίκα σου να θέλει ν’ αυτοκτονήσει;

ΔΗΜΗΤΡΗΣ (ακόμη πιο κατάπληκτος): Φυσικά και όχι! Η Βάγια ήταν η χαρά της ζωής προσωποποιημένη! Δεν τη θυμάσαι; Την είχες γνωρίσει, νομίζω...

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Ναι, την είχα δει δυο τρεις φορές προ αμνημονεύτων χρόνων, πριν καν παντρευτείτε! Εγώ σε ρωτάω για τώρα, πρόσφατα!

ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Δεν είχε αλλάξει καθόλου!

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Είσαι σίγουρος; Μήπως τον τελευταίο καιρό...

ΔΗΜΗΤΡΗΣ (διακόπτοντάς τον): Όχι, όχι, ήταν όπως πάντα! Μα θα σκοτωνόταν έτσι, μπροστά σε κόσμο;

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Ποτέ δεν ξέρεις. Ή μπορεί να έκανε κάποιο λάθος.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Μα δεν είχε κανέναν απολύτως λόγο να θέλει να πεθάνει! Ξέρω τι σου λέω, δεν θα το ’χα καταλάβει;

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Εντάξει. Μήπως πρόσεξες τίποτα περίεργο όσο ήσασταν στο μπαλκόνι;

ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Όχι. Έφερε τα ποτήρια σ’ ένα δίσκο. Ακούμπησε τον δίσκο στο τραπέζι, σέρβιρε πρώτα τον φραπέ της Εύας, μετά τον φραπέ του Αλέξη, τον ελληνικό μου, το νερό μου, και τελευταίο το δικό της το γκρέιπφρουτ. Όχι, τελευταίο ένα πιατάκι με μπισκότα. Έπειτα έκατσε δίπλα μου... (Αναστενάζει.)

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Δεν ξαναπήγε τον δίσκο μέσα;

ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Όχι, κάπου τον έβαλε... πάνω σε μια καρέκλα παραπανίσια. Εκεί πρέπει να ’ναι ακόμα.

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Ναι, τον βλέπω. Πώς καθόσασταν ακριβώς;

ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Εγώ εκεί, έβλεπα την μπαλκονόπορτα. Η Βάγια δεξιά μου, αριστερά όπως βλέπουμε από ’δώ το τραπέζι, απέναντί μου ο Αλέξης, και δίπλα μου, απ’ την άλλη μεριά, η Εύα.

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Μήπως πάνω στην κουβέντα ειπώθηκε τίποτα περίεργο;

ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Όχι.

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Ήπιε ή έφαγε κάτι άλλο, εκτός απ’ το γκρέιπφρουτ, όσο ήσασταν όλοι μαζί;

ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Όχι... (Τον πιάνουν τα κλάματα.)

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Ησύχασε! Βγάλε αυτή την εικόνα απ’ το μυαλό σου.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Δεν μπορώ, Αργύρη! Δεν ξέρεις πώς νιώθω!

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Κουράγιο, βρε Δημήτρη! Σου υπόσχομαι να κάνω ό,τι μπορώ!

ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Τι μπορείς;

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Να βρω την αλήθεια.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Τι σημασία έχει τώρα... Τι σημασία... Το κεφάλι μου πάει να σπάσει!

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Μάλλον πρέπει να ξαπλώσεις λίγο...                   
 

Έπειτα εξέτασε τον Αλέξη Παπακώστα.

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Είναι η κυρία Ταγκούλη μαζί του;

ΑΛΕΞΗΣ: Ναι. Ρε τον καψερό... Τόσα χρόνια μαζί...

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Είναι φοβερό το πλήγμα.

ΑΛΕΞΗΣ: Ήταν σπάνιος άνθρωπος η Βάγια. Ξεχωριστή γυναίκα. Λοιπόν, τι θέλετε να μάθετε; Δεν ξέρω και πολλά.

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Διδάσκετε στο ίδιο Λύκειο στο οποίο δίδασκε κι η εκλιπούσα;

ΑΛΕΞΗΣ: Ναι, εγώ είμαι χημικός.

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Εκτός σχολείου κάνατε πολλή παρέα;

ΑΛΕΞΗΣ (ειρωνευόμενος τη διατύπωση του αστυνόμου): Εκτός σχολείου, όπως λέτε κι εσείς, κάναμε πολλή παρέα. Ήταν, άλλωστε, μέλος της οικολογικής μη κυβερνητικής οργάνωσης Φυσικό Μέλλον...

 ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: ...της οποίας είστε πρόεδρος, απ’ ό,τι ξέρω.

ΑΛΕΞΗΣ: Α, το ξέρετε; Ναι, είμαι!

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Νά σας ρωτήσω λοιπόν, εντελώς ανεπίσημα πάντα: είχε λόγο ν’ αυτοκτονήσει;

ΑΛΕΞΗΣ: Ν’ αυτοκτονήσει; Η Βάγια; Μα τι ’ν’ αυτά που λέτε; Η Βάγια βρισκόταν στην καλύτερη φάση της ζωής της!

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Είστε σίγουρος;

ΑΛΕΞΗΣ: Ήταν ολοφάνερο!

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Ναι, αλλά τα χρόνια περνάνε... Κι εκείνη δεν ήταν πια νέα. Τι είχε να περιμένει; Τη συνταξιοδότηση; Δεν είχε και παιδιά...

ΑΛΕΞΗΣ: Τι μικροαστισμός είναι αυτός!

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Εγώ απλώς προσπαθώ να μπω στο μυαλό της. Δεν θα τη χαρακτηρίζατε μικροαστή;

ΑΛΕΞΗΣ: Ναι, κοινωνικοοικονομικά μπορεί, όχι όμως στον χαραχτήρα! Η Βάγια ήταν ελεύθερο πνεύμα, μ’ ένα σωρό ενδιαφέροντα!

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Μάλιστα. Τελικά, απ’ ό,τι φαίνεται, δεν ξέρετε και λίγα! Τη θαυμάζατε;

ΑΛΕΞΗΣ: Μα ναι, σας το ’πα και πριν.

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Ώστε, λέτε, δεν είχε κανένα λόγο ν’ αυτοκτονήσει.

ΑΛΕΞΗΣ: Κανέναν!

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Όπως αντιλαμβάνεστε όμως, αυτό σημαίνει ότι κάποιος από ’σάς τη σκότωσε!

ΑΛΕΞΗΣ: Τι... τι θέλετε να πείτε; Σας παρακαλώ! Με κατηγορείτε; Δηλαδή... αυτό είναι... άνω ποταμών! Είναι παράνομο αυτό που κάνετε!

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Δεν σας κατηγόρησε κανείς. Ακούστε, θα σας μιλήσω ανοιχτά, εγώ την αλήθεια ψάχνω να βρω. Όλα δείχνουν ότι τη δηλητηρίασαν με υδροκυάνιο, το οποίο είναι δηλητήριο που δρα αστραπιαία – θα το ξέρετε αυτό, αφού είστε χημικός. Άρα κάποιος πρέπει να έριξε το σκονάκι στο ποτήρι της.

ΑΛΕΞΗΣ: Υδροκυάνιο;

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Ναι, είναι φριχτό, το ξέρω, αλλά αποκλείεται να έγινε αλλιώς. Πήρε μήπως κανένα μπισκότο;

ΑΛΕΞΗΣ: Όχι.

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Πώς καθόσασταν;

ΑΛΕΞΗΣ: Εγώ ήμουνα δεξιά της, αριστερά της καθόταν ο άντρας της κι απέναντί της η Ταγκούλη.

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Μήπως είδατε κάποιο χέρι να πλησιάζει το ποτήρι της;

ΑΛΕΞΗΣ: Όχι, καθόλου! Μα δεν είναι δυνατόν!

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Πολύ φοβάμαι πως είναι! Κοιτάζατε όλη την ώρα το ποτήρι της;

ΑΛΕΞΗΣ: Μα πού να θυμάμαι; Όχι βέβαια, κοίταζα και τους άλλους, έξω, την βροχή!

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Σας ευχαριστώ.

ΑΛΕΞΗΣ (με δυσπιστία): Λέτε ν’ αυτοκτόνησε;

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Αν δεν ήταν τόσο μικροαστή, όπως λέτε κι εσείς...        

 
Έπειτα ήρθε η σειρά της Εύας Ταγκούλη.

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Καθίστε.

ΕΥΑ: Ευχαριστώ. Αχ, κύριε αστυνόμε μου, τι ήταν αυτό;

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Μπορώ να σας κάνω κάποιες ερωτήσεις; Χρειαζόμαστε τη βοήθειά σας· υπάρχουν πολλά σκοτεινά σημεία σ’ αυτή την υπόθεση.

ΕΥΑ: Αν μπορώ να βοηθήσω, φυσικά! Εγώ τον Δημήτρη σκέφτομαι πιο πολύ! Τι έχουν να του σούρουν τώρα...

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Ποιοι;

ΕΥΑ: Οι καλοθελητές! Θα πουν ότι η Βάγια αυτοκτόνησε κι ότι έφταιγε εκείνος!

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Ενώ εσείς, τι πιστεύετε;

ΕΥΑ: Ότι κάτι είχε μέσα το κουτί με το γκρέιπφρουτ, όπως εκείνα τα λάδια, που ’χαν ορυκτέλαιο μέσα, θυμάστε;

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Πώς το ξέρετε ότι ήταν από κουτί;

ΕΥΑ: Το είδα στην κουζίνα, που πήγα να βάλω νερό.

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Πότε ακριβώς;

ΕΥΑ: Τώρα, πριν έρθετε.

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Α, έτσι! Ήσασταν στενές φίλες με τη μακαρίτισσα;

ΕΥΑ: Βέβαια, τόσα χρόνια μαζί! Κάθε μέρα στο ίδιο σχολείο!

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Ξέρετε αν η φίλη σας ήταν ευτυχισμένη;

ΕΥΑ: Εννοείτε... Όχι, όχι, μια χαρά ήτανε! Είχε βρει κι αυτή την ενασχόληση με τα φυσιολατρικά και τη διοίκηση του συλλόγου κι ήταν καλύτερα από ποτέ!

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Σας το είχε πει η ίδια αυτό ή είναι η δική σας εντύπωση;

ΕΥΑ: Όχι, τα συζητούσαμε. Δεν υπάρχει περίπτωση ν’ αυτοκτόνησε η Βάγια!

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Είδατε κανέναν να μπαίνει στην κουζίνα πριν απ’ τον θάνατό της;

ΕΥΑ: Η Βάγια μπήκε μόνο, για να φτιάξει τους καφέδες.

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Ενώ εσείς οι τρεις ήσασταν στη βεράντα;         

ΕΥΑ: Ναι. Αλλά τώρα που το καλοσκέφτομαι, δεν την είδα να μπαίνει στην κουζίνα!

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Α, έτσι! Κάτι άλλο τώρα. Ξέρετε μήπως, αν είχε κάποιον εχθρό; Υπήρχε κανείς που να ήθελε να της κάνει κακό;

ΕΥΑ: Όχι, ποιον είχε πειράξει; Όλοι την αγαπούσαν τη Βάγια.

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Μήπως υπέπεσε τίποτα ύποπτο στην αντίληψή σας, ενόσω βρισκόσασταν στο μπαλκόνι;

ΕΥΑ: Όχι.

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Η συμπεριφορά της μακαρίτισσας ήταν κανονική;

ΕΥΑ: Φυσικά! Όπως πάντα.

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Και των υπολοίπων;

ΕΥΑ: Τα ίδια.

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Κάτι που να σας κίνησε την περιέργεια;

ΕΥΑ: Τίποτα.

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Σας ευχαριστώ. Με βοηθήσατε πολύ.

ΕΥΑ: Μα δεν σας είπα και τίποτα!

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Σε αυτού του είδους τις έρευνες, ξέρετε, χρησιμοποιούμε πολύ την εις άτοπον απαγωγή. Με βοηθήσατε ν’ αποκλείσω κάποια ενδεχόμενα.

ΕΥΑ: Α, έτσι!                             

 
* * *

 
Τρεις μέρες μετά τον θάνατο της Βάγιας Τσαούση, ο αστυνόμος Αργύρης Δευτεραίος ανακοίνωσε στον έκπληκτο προϊστάμενό του, αστυνομικό υποδιευθυντή Βαγγέλη Ζερβό, ότι γνώριζε τον δολοφόνο της.

ΖΕΡΒΟΣ: Ξέρεις τον ένοχο;!

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Ναι. Είναι ’κείνος ο καθηγητής που ’χε έρθει σπίτι της για καφέ, ο Παπακώστας.

ΖΕΡΒΟΣ: Και πού το στηρίζεις αυτό το συμπέρασμα;

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Είναι ο μόνος που είχε κίνητρο. (Με συνωμοτικό ύφος): Είναι πρόεδρος της οικολογικής οργάνωσης Φυσικό Μέλλον...

ΖΕΡΒΟΣ: Σ’ εκείνους τους αλήτες;

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Μάλιστα, που κάνανε τις φασαρίες πέρσι στη βιομηχανική ζώνη. Σας θυμίζω πως είχαν γίνει συλλήψεις τότε και κάποιοι από δαύτους είχαν βρεθεί με ναρκωτικά στις τσέπες!

ΖΕΡΒΟΣ: Ναι... το θυμάμαι! 

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Έχω βάσιμες πληροφορίες ότι ο Παπακώστας χρησιμοποιεί το Φυσικό Μέλλον σαν «βιτρίνα» για διακίνηση ναρκωτικών· ίσως και παραγωγή - είναι χημικός, πρέπει να σας πω. Ενδέχεται η μεγάλη ποσότητα χαπιών έκστασι, που κατασχέσαμε τις προάλλες, να προερχόταν από ’κεί.

ΖΕΡΒΟΣ: Και διδάσκει σε Λύκειο αυτός ο κύριος, κανονικά;

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Ναι, στο ίδιο Λύκειο με το θύμα.

ΖΕΡΒΟΣ: Και γιατί τη σκότωσε;

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Η Τσαούση ήταν γραμμένη στην οργάνωση. Φαίνεται πως κάτι μυρίστηκε για τις παράνομες δραστηριότητες του Παπακώστα, οπότε εκείνος αποφάσισε να τη βγάλει απ’ τη μέση, πριν του χαλάσει τη μεγάλη δουλειά που ετοιμάζει για τον Αύγουστο: ένα μεγάλο υπαίθριο κάμπινγκ, στο οποίο προβλέπεται να μαζευτεί πολλή νεολαία. Αντιλαμβάνεσθε...! Της έριξε λοιπόν κυανιούχο κάλιο στο ποτήρι της, την ώρα που έπιναν όλοι μαζί καφέ στη βεράντα του σπιτιού της, χωρίς οι άλλοι που ήταν μπροστά, δηλαδή ο άντρας της και μια άλλη συνάδελφός της καθηγήτρια, να τον πάρουν είδηση.

ΖΕΡΒΟΣ: Δύσκολο μου ακούγεται!

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Δεν είναι τόσο. Όλα τα ποτήρια ήταν πάνω σ’ ένα μικρό τραπέζι, μαζί με το τασάκι. Μπορεί να ’χε κρυμμένο ένα χάπι στο χέρι με τ’ οποίο κρατούσε το τσιγάρο του.

ΖΕΡΒΟΣ: Είσαι σίγουρος πως έγινε έτσι, ενώπιον όλων;

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Αυτό δείχνουν τα στοιχεία. Δεν βρέθηκαν ίχνη δηλητηρίου πουθενά αλλού, παρά μόνο στο ποτήρι του θύματος, και κανένας δεν πλησίασε το ποτήρι, παρά μόνο εκεί, στη βεράντα.

ΖΕΡΒΟΣ: Εξέτασες όλες τις πιθανές εκδοχές; Αποκλείεται να το ’κανε ο άντρας της;

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ (με σιγουριά): Ναι! Κατ’ αρχάς δεν είχε κίνητρο, ήταν πολύ αγαπημένο ζευγάρι.

ΖΕΡΒΟΣ: Μήπως μεροληπτείς υπέρ του παλιού σου φίλου – πώς τον είπαμε; - του Πανδή; Πρόσεξε, δολοφονία ερευνάς!

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Όλοι το ξέρουν πως ήταν αγαπημένο ζευγάρι. (Θιγμένος): Κι ούτε έχω καμία σχέση πλέον με τον Πανδή εγώ, τόσα χρόνια έλειπα στην Αθήνα! Ένας καφές στη χάση και στη φέξη δεν σημαίνει φιλία! Αν θέλετε να με βγάλετε απ’ την υπόθεση...

ΖΕΡΒΟΣ: Τώρα θα σε βγάλω; Αν ήταν, θα σε είχα βγάλει απ’ την αρχή! Για πες μου, εκείνη η άλλη καθηγήτρια...;

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Ούτε εκείνη είχε κίνητρο. Όλες οι πληροφορίες μιλούν για δύο πολύ καλές φίλες.

ΖΕΡΒΟΣ: Βρε, μπας κι αυτοκτόνησε;

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Δεν είχε λόγο, και μάλιστα μπροστά σε όλους!

ΖΕΡΒΟΣ: Εντάξει. Έχουμε όμως κανένα στοιχείο για τον Παπακώστα να προχωρήσουμε; Έγινε έρευνα για το άτομό του, τότε με τις συλλήψεις;

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Όχι.

ΖΕΡΒΟΣ (τσατισμένος): Γιατί;

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Θεωρήθηκε ότι οι συλληφθέντες είχαν παρεισφρήσει στη διαδήλωση και δεν είχαν καμία σχέση με το Φυσικό Μέλλον.

ΖΕΡΒΟΣ: Ποιος το ’πε αυτό;

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Ο κύριος διευθυντής!

ΖΕΡΒΟΣ (μουδιασμένα): Α! Και πώς σκέφτεσαι τότε ν’ αποδείξεις την ενοχή του;

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Με τις αποδείξεις που θα μου δώσει ο ίδιος! (Παύση.) Κανονίζω συνάντηση στο σπίτι του, για να του μιλήσω δήθεν για την υπόθεση. Πηγαίνω καλωδιωμένος και του λέω πως τα ξέρω όλα για τα ναρκωτικά...

ΖΕΡΒΟΣ: Κι εκείνος ομολογεί οικειοθελώς και γράφουμε την ομολογία του στην κασέτα! Τι λες, ρε Αργύρη;

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Όχι! Θα του ζητήσω χρήματα σε αντάλλαγμα για τη σιωπή μου! Ή θα με ρωτήσει «πόσα» επί τόπου, ή θα τ’ αρνηθεί όλα και θα με διώξει, αλλά θα κάνει την κίνησή του αργότερα και θα τον τσιμπήσουμε!

ΖΕΡΒΟΣ: Ή θα βγάλει κάνα πιστόλι να σε καθαρίσει, και θα κυνηγάνε εμένα ύστερα!

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Εγώ είμαι μπεκιάρης άνθρωπος, ποιος θα σας κυνηγήσει;

ΖΕΡΒΟΣ: Άσε τ’ αστειάκια! Στο στόμα του λύκου πας!

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Αυτός ο λύκος είναι φαφούτης! Φαίνεται από τ’ όπλο που χρησιμοποίησε για να κάνει τη δουλειά του! (Περιφρονητικά): Δηλητήριο! Όχι, τον έχω ψυχολογήσει σωστά. Θα «τα κάνει πάνω του», θα το δείτε. Και αν δεν υποκύψει αμέσως στον εκβιασμό, σε λίγες μέρες θα έρθει να με βρει από μόνος του, αν τον αφήσουμε ήσυχο και ξεθαρρέψει.

ΖΕΡΒΟΣ: Προτείνεις, δηλαδή, να μην τον παρακολουθούμε;

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ (με πολύ σοβαρό ύφος): Δεν πρέπει! Θα μυριστεί την παγίδα! Πρέπει να νομίσει ότι μόνο εγώ τον έχω καταλάβει.

ΖΕΡΒΟΣ (σκεφτικός): Δεν ξέρω...

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Μόνος του μένει. Θα μ’ ακούτε κι εσείς απ’ έξω. Ας είναι κι ένας δικός μας μέσα στην πολυκατοικία καλού κακού.

ΖΕΡΒΟΣ: Καλά, αλλά αν - υποθετικά μιλάω – αν είναι αθώος ο άνθρωπος και μας τραβήξει καμιά μήνυση;

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Εγώ διακινδυνεύω μόνο. Εσείς δεν ξέρατε τι επρόκειτο να του πω!

ΖΕΡΒΟΣ: Σωστά... Θέλουμε όμως έγκριση από πάνω κι απ’ τον εισαγγελέα... Τέλος πάντων, άσε με να το σκεφτώ λίγο.                         

 
* * *


Η άνωθεν έγκριση δεν άργησε να δοθεί, καθόσον οι ζημίες, σε περίπτωση αποτυχίας του σχεδίου, κρίθηκαν αμελητέες σε σχέση με τα κέρδη που θα αποκόμιζε η Υπηρεσία σε περίπτωση επιτυχίας του. Το μεθεπόμενο πρωί, γύρω στις 11 η ώρα, ο «καλωδιωμένος» Δευτεραίος χτύπησε το κουδούνι του Παπακώστα και, χωρίς να περιμένει απάντηση, μπήκε στην πολυκατοικία από τη μισάνοιχτη εξώπορτα. Παρέμεινε για λίγο στην είσοδο της πολυκατοικίας, μέχρι να μπει μέσα και ο νεαρός αστυφύλακας με τα πολιτικά, που παρίστανε τον διανομέα διαφημιστικών εντύπων, και κατόπιν πήρε το ασανσέρ και ανέβηκε στον τρίτο όροφο. Μόλις άκουσε τον αστυφύλακα να πλησιάζει από τη σκάλα, χτύπησε το κουδούνι του Παπακώστα και μπήκε μέσα στο διαμέρισμα· η πόρτα έκλεισε πίσω του με θόρυβο. Ο αστυφύλακας σταμάτησε λίγα σκαλιά πριν από τον διάδρομο του τρίτου ορόφου, σε σημείο από όπου μπορούσε να βλέπει την πόρτα. Ο διάλογος του Δευτεραίου με τον Παπακώστα μεταδιδόταν σε ένα βαν, σταθμευμένο στη γωνία του δρόμου, μέσα στο οποίο βρισκόταν ο επικεφαλής της επιχείρησης, υποδιευθυντής Ζερβός, έτοιμος να επέμβει.

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Καλημέρα, κύριε Παπακώστα! Ευχαριστώ που με δεχθήκατε. Ελπίζω να μη σας ξεβολεύω.

ΑΛΕΞΗΣ: Όχι, καθόλου!

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Ευχαριστώ. (Κάθεται σε μια καρέκλα που τρίζει κάτω από το βάρος του.) Ήθελα να σας μιλήσω για την υπόθεση της Τσαούση, όπως σας είπα κι απ’ το τηλέφωνο.

ΑΛΕΞΗΣ: Λοιπόν;

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Πότε γράφτηκε στο Φυσικό Μέλλον;

ΑΛΕΞΗΣ: Η Βάγια;

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Ναι.

ΑΛΕΞΗΣ: Μα πού να θυμάμαι;

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Είναι ένας χρόνος περίπου;

ΑΛΕΞΗΣ: Ναι.

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Και είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου;

ΑΛΕΞΗΣ: Είναι... ήταν.

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Αυτό ακριβώς μου είχε πει κι εκείνη. Ότι ήταν! Σκόπευε να φύγει, το ξέρατε;

ΑΛΕΞΗΣ: Δηλαδή...

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Θα σας εξηγήσω! Να ρωτήσω πρώτα κάτι άλλο. Μικροαστή, μου είπατε, δεν θα τη χαρακτηρίζατε. Νομοταγή θα τη χαρακτηρίζατε;

ΑΛΕΞΗΣ: Πολύ.

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Σας παραξενεύει η ερώτησή μου; Ακούστε λοιπόν τι έχει γίνει. Προ δέκα ημερών ήρθε και με βρήκε η Βάγια, που με γνώριζε από παλιά μέσω του άντρα της, και μου είπε ότι κάποιος από το διοικητικό συμβούλιο του Φυσικού Μέλλοντος είναι ανακατεμένος σε βρωμοδουλειές με ναρκωτικά και χρησιμοποιεί την οργάνωση σαν βιτρίνα!

ΑΛΕΞΗΣ (δυνατά): Όχι. Τι ’ν’ αυτά που λέτε;

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Δεν μου είπε ποιον εννοούσε. Ίσως δεν ήταν σίγουρη! Τώρα όμως εμείς ξέρουμε ποιον εννοούσε, έτσι δεν είναι; Αυτόν που πρόλαβε να της κλείσει το στόμα!

ΑΛΕΞΗΣ: Τι θέλετε να πείτε;

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Έχω κι άλλα να σου πω. Αδίκως εξάπτεσαι! Δεν ήρθα να σε συλλάβω. Άλλωστε, δεν έχω αποδείξεις... προς το παρόν! Ήρθα να σου ζητήσω μία οικονομική διευκόλυνση.

ΑΛΕΞΗΣ: Όχι βέβαια! Δεν είναι δυνατόν!

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Κι όμως...! Η οικονομική κρίση, βλέπεις... Θα καταλήξουμε σε κάποιο ποσό κι εγώ σου υπόσχομαι... Τι είναι;

ΑΛΕΞΗΣ (δυνατά και κοφτά): Έξω! Έξω!

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ: Παρακαλώ, μην ενοχλείστε! (Σπρώχνει προς τα πίσω την καρέκλα και σηκώνεται όρθιος.) Φεύγω μόνος μου. Σκέψου την πρότασή μου πάντως!

ΑΛΕΞΗΣ: Ρε τον...

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ (διακόπτοντάς τον): Για πρόσεχε πώς μιλάς!

Ο Δευτεραίος βγήκε από το διαμέρισμα κλείνοντας με δύναμη την πόρτα πίσω του. Κατευθύνθηκε προς το ασανσέρ, αλλά ξαφνικά έκανε μεταβολή και πλησίασε πάλι την πόρτα.

ΔΕΥΤΕΡΑΙΟΣ (δυνατά): Ξέχασα να σας αφήσω την κάρτα μου!

Χτύπησε το κουδούνι, αλλά κανείς δεν ήρθε ν’ ανοίξει. Έβγαλε μια κάρτα και έσκυψε για να τη ρίξει από κάτω. Έπειτα γύρισε προς τον αστυφύλακα, που παρακολουθούσε από τα σκαλιά, και του έγνεψε να φύγει, κάτι που εκείνος έκανε αμέσως. Ο Δευτεραίος κατέβηκε με το ασανσέρ. Η αγωνία του υποδιευθυντή Ζερβού κράτησε λίγα δευτερόλεπτα ακόμα, μέχρι να τον δει να βγαίνει από την πολυκατοικία σώος και αβλαβής.
Η ασύγκριτα χειρότερη αγωνία του Παπακώστα έμελλε να κρατήσει περίπου δώδεκα ώρες ακόμα.

 
* * *

 
Το πτώμα του Αλέξη Παπακώστα βρέθηκε μέσα στο αυτοκίνητό του, σε μία ερημική τοποθεσία, λίγα χιλιόμετρα έξω από την πόλη, το μεσημέρι της επόμενης μέρας, μετά από έρευνα της αστυνομίας, τη βοήθεια της οποίας είχε ζητήσει η πρώην σύζυγός του, που είχε ανησυχήσει όταν εκείνος δεν είχε εμφανιστεί για να παραλάβει τον ανήλικο γιο τους από το σπίτι της. Δίπλα του βρέθηκε ένα σχεδόν άδειο πλαστικό μπουκαλάκι με δηλητηριασμένο, όπως αποδείχτηκε, νερό. Σε μία τσέπη του υπήρχε η κάρτα του Δευτεραίου. Σύμφωνα με το ιατροδικαστικό πόρισμα, ο θάνατός του είχε επέλθει περί τα μεσάνυχτα και οφειλόταν σε δηλητηρίαση από υδροκυάνιο. Μετά από αυτή την εξέλιξη, η υπόθεση της Τσαούση εστάλη στο αρχείο. Όλα τα στοιχεία έδειχναν ότι δολοφόνος της ήταν ο Παπακώστας, ο οποίος, μετά την επίσκεψη του Δευτεραίου στο διαμέρισμά του, είχε τρομοκρατηθεί και είχε επιλέξει την αυτοχειρία σαν«έξοδο κινδύνου».                                                         

 
* * *
 

       Δυο ξένα, άδεια μάτια κοίταξαν τον Αργύρη Δευτεραίο μέσα από το καθρεφτάκι του οδηγού. Ξανάφερε το καθρεφτάκι στη θέση του και πάτησε γκάζι. Όχι επειδή βιαζόταν να φτάσει κάπου· δεν θυμόταν καν πού έβγαζε αυτός ο έρημος επαρχιακός δρόμος, που απλωνόταν μπροστά του και έμοιαζε τόσο πολύ με το χωρίς νόημα και σκοπό μέλλον του. Ένιωθε εξαντλημένος. Η ατονία που τον είχε καταλάβει αιφνιδιαστικά μετά το κλείσιμο της υπόθεσης Τσαούση - Παπακώστα, δεν έλεγε να τον αφήσει.
Η κατάπτωσή του δεν είχε περάσει απαρατήρητη από τους συναδέλφους του· όλοι τους, ωστόσο, την απέδιδαν σε υπερβολικές τύψεις για την αυτοκτονία του Παπακώστα. Μόνο ο ίδιος, τώρα πια, ήξερε την αλήθεια: το νεανικό του πάθος για την αρραβωνιαστικιά του φίλου του, τις ελάχιστες ευτυχισμένες στιγμές τους που τον είχαν σημαδέψει για πάντα, την άτακτη φυγή του από την πόλη, την εκούσια μοναξιά του στην πρωτεύουσα, τα καλύτερα χρόνια του που είχε αφήσει να περάσουν σαν απλός παρατηρητής της ζωής του... Και ύστερα... την επιστροφή στην πατρίδα, όπου είχε βρει το αντικείμενο της λατρείας του, την ιδανική γυναίκα, να τη χαίρεται ένας τρίτος! Τη γυναίκα που κάποτε του δήλωνε ότι δεν άντεχε να κοροϊδεύει τον άντρα της! Που τον είχε κάνει κομμάτια! Τη Βάγια τη διπρόσωπη! Που είχε το θράσος, αντί να ντραπεί, όταν εκείνος της είχε πει πως την είχε δει σε κρυφό ραντεβού με τον Παπακώστα, να τον βρίσει κατάμουτρα και να του απαγορέψει ν’ ανακατεύεται στη ζωή της! Την τόσο τυφλωμένη απ’ τη λαγνεία, ώστε να μη βλέπει το γεμάτο δηλητηριώδεις υδρατμούς σύννεφο, που σχηματιζόταν σιγά σιγά πάνω απ’ το κεφάλι της και ολοένα βάραινε και μαύριζε, ώς τη στιγμή...
Τώρα όμως που η Βάγια και ο εραστής της σάπιζαν μέσα στο χώμα, ακόμα και η αλαζονεία του για το τέλειο διπλό έγκλημά του τον είχε εγκαταλείψει. Το θανατηφόρο σύννεφο είχε αδειάσει όλο το δηλητήριό του πάνω στην ανυπεράσπιστη γη. Δεν είχε απομείνει πια, παρά ένα αραιό ξέφτι. Σύντομα θα διαλυόταν κι αυτό κάτω από τον καλοκαιρινό ήλιο, που η αντανάκλασή του στην άσφαλτο του θάμπωνε τα μάτια. 
Ξαφνικά άκουσε έναν ήχο από το κινητό του. Το έβγαλε από την τσέπη του και το κοίταξε απορημένος, λες και το έβλεπε πρώτη φορά. Είχε ένα φωνητικό μήνυμα, προερχόμενο από τηλέφωνο με κρυφό νούμερο. Έβαλε το κινητό στο αυτί του και άκουσε μια παραμορφωμένη, απόκοσμη φωνή να του λέει:

«Τα ξέρουμε όλα! Νόμιζες πως θα γλίτωνες; Ετοιμάσου να πληρώσεις

Πάγωσε. Το κινητό τού έπεσε απ’ το χέρι. Κάποιος τον είχε καταλάβει! Ποιος; Το μυαλό του άρχισε να ψάχνει στο παρελθόν, για να ξεφύγει απ’ τον πανικό που προέλαυνε αδυσώπητος. Τον είχαν δει να παρακολουθεί τη Βάγια; Να της μιλάει; Τον είχε δει κάποιος να μπαίνει με αντικλείδι στο άδειο διαμέρισμά της, πέντε μέρες πριν απ’ τον φόνο, και είχε μαντέψει εκ των υστέρων το σχέδιό του, δηλαδή ότι είχε βάλει μέσα στο κουτί με τα γλυκαντικά χαπάκια της ένα κυανιούχο χάπι; Μήπως τον είχαν δει την παραμονή της επίσκεψής του στο διαμέρισμα του Παπακώστα, να κρύβεται στο αυτοκίνητο του χημικού, να τον κοιμίζει με χλωροφόρμιο και να τον μεταφέρει έξω από την πόλη; Είχε εντοπίσει κάποιος τα δύο «κλικ» από το κασετοφωνάκι του, τα συγχρονισμένα με το θορυβώδες κλείσιμο της πόρτας τού διαμερίσματος τού Παπακώστα κατά την είσοδο και έξοδό του από αυτό, και είχε αντιληφθεί ότι η συζήτηση στο διαμέρισμα ήταν προμαγνητοφωνημένη, ένας μονταρισμένος διάλογος με λέξεις και φράσεις του Παπακώστα από την πρώτη κουβέντα τους λίγο μετά τον θάνατο της Βάγιας; Μήπως είχαν βρει το λεπτό κασετοφωνάκι στο φρεάτιο του ασανσέρ; Τον είχε δει ο μεταμφιεσμένος αστυφύλακας να ξαναβάζει κρυφά την κάρτα στην τσέπη του ή να αφαιρεί την αυτοκόλλητη ταινία απ’ το γλωσσίδι της πόρτας, την οποία ο ίδιος είχε τοποθετήσει εκεί αποβραδίς ώστε ν’ ανοίγει η πόρτα μ’ ένα απλό σπρώξιμο; Τον είχαν δει να πηγαίνει λίγο πριν από τα μεσάνυχτα της ίδιας μέρας στο εξοχικό του, σε ένα δωμάτιο τού οποίου είχε κλειδώσει τον Παπακώστα, και να βγαίνει λίγο αργότερα από μέσα με το πτώμα του; Ή μήπως είχαν πλησιάσει και τον είχαν ακούσει να παρουσιάζεται στον Παπακώστα σαν ο σωτήρας του απ’ την αιχμαλωσία και να τον κερνάει φαρμακωμένο νερό, για να σβήσει, δήθεν, τη δίψα του;
        Δεν κατάλαβε ότι είχε μπει στο αντίθετο ρεύμα, παρά μόνο όταν άκουσε το κορνάρισμα της νταλίκας που ερχόταν καταπάνω του. Το τελευταίο δευτερόλεπτο της ζωής του το κατάπιε ο απόλυτος τρόμος.
 
 
[Πρώτη γραφή 2009 - Για τη ραδιοφωνική σειρά
"Κλέφτες και Αστυνόμοι στον 902"]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου