Τετάρτη 7 Φεβρουαρίου 2018




ΝΕΚΡΕΣ ΩΡΕΣ

ΒΑΣΙΛΗΣ ΔΑΝΕΛΛΗΣ



Μέσα στη χορεία των αντιηρώων-πρωταγωνιστών της λεγόμενης νουάρ αστυνομικής σχολής εξέχουσα θέση κατέχει ο πληρωμένος δολοφόνος, το μισθωμένο πιστόλι, ο εκτελεστής. Τούτο όχι πάντοτε για λόγους εμπορικούς, όπως δυστυχώς συμβαίνει μέχρι στιγμής με άλλους συναδέλφους του, π.χ. τους γνωστούς και μη εξαιρετέους σίριαλ-κίλερ. Ο Εκτελεστής έχει αξιοποιηθεί ως πρωταγωνιστής από σοβαρούς λογοτέχνες και σκηνοθέτες του κινηματογράφου («σοβαροί» σημαίνει ότι κάτι θέλουν να πουν) για να αποκαλυφθεί-τεκμηριωθεί μέσα από τη δική του χαρακτηριστική περίπτωση η σύγχρονη ανθρώπινη κατάσταση, το αληθινό πρόσωπο της προηγμένης, υποτίθεται, κοινωνίας μας, όπου στην πραγματικότητα επικρατεί ο Νόμος της ζούγκλας, όπου η κυρίαρχη ιδεολογία-νοοτροπία-στάση ζωής είναι ο κυνισμός, η αδιαφορία, ο μηδενισμός κ.λπ. Ο Εκτελεστής είναι τυπικός εκπρόσωπος αυτής τής, κατ’ όνομα, κοινωνίας ή, για να το πούμε διαφορετικά, είναι γέννημα-θρέμμα της σύγχρονης εποχής, όπως είναι βέβαια και η αστυνομική λογοτεχνία. Δολοφόνοι επ’ αμοιβή υπήρχαν πάντοτε, επαγγελματίες δολοφόνοι όμως όχι (οι μισθοφόροι ήταν επαγγελματίες, αλλά πολεμούσαν, δεν εκτελούσαν). Δολοφόνοι για πολιτικούς-ιδεολογικούς λόγους επίσης υπήρχαν, αλλά για έναν Εκτελεστή ο φόνος είναι δουλειά, όχι αποστολή. Ο Εκτελεστής δεν ξέρει ποιον σκοτώνει ούτε γιατί τον σκοτώνει. Ένας ανεπίσημος δήμιος είναι, εξουσιοδοτημένος από την ανώτατη εξουσία: το χρήμα.
Επίσης, ο Εκτελεστής έχει χρησιμοποιηθεί, επειδή ακριβώς δεν επιτρέπεται, δεν το επιτρέπει ο ίδιος στον εαυτό του, να έχει ανθρώπινα συναισθήματα, ούτε έλεος δείχνει ούτε τύψεις έχει, είναι εντελώς προσηλωμένος στον στόχο (λάθη δεν συγχωρούνται), δεν έχει καν ζωή – όχι επειδή ζει διπλή ζωή, κρυφή, δεν έχει καθόλου ζωή, έχει διαρρήξει κάθε σχέση με τους ανθρώπους, είναι μόνος, αυτάρκης, επιβάλλεται να είναι έτσι για να μπορεί να «εξαφανίζεται», είναι ένα «φάντασμα» ή, καλύτερα, ένα αόρατο «αυτόματο» - έχει χρησιμοποιηθεί λοιπόν ο Εκτελεστής για να φανεί πόσο δύσκολο, αν όχι αδύνατο, είναι να μεταμορφωθεί ένας άνθρωπος σε «αυτόματο» για όλη του τη ζωή, κι έτσι να καταρριφθεί η περίφημη «απάθεια» που έχει κατά καιρούς προβληθεί ως πρότυπο από διάφορους φαντασιόπληκτους θεωρητικούς λάτρεις της βίας.
          Ο Εκτελεστής του Δανέλλη, ο πρωταγωνιστής και αφηγητής των ΝΩ, έχει όλα τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά του επαγγελματία δολοφόνου – όχι τυχαία, άλλωστε, ο συγγραφέας δεν αναφέρει πουθενά το όνομά του· δεν έχει όνομα, ορίζεται, προσδιορίζεται και όλη η ζωή του καθορίζεται από το επάγγελμά του και μόνο. «Η ζωή του» σχήμα λόγου· είπαμε, στην πραγματικότητα είναι ανύπαρκτη. Οι ώρες του άδειες, νεκρές. Εντελώς μόνος, χωρίς προσωπικές σχέσεις, άριστος επαγγελματίας με μεγάλη εμπειρία, διαθέτει όλα τα προσόντα του καλού εκτελεστή, είναι αρκετά καλός «ηθοποιός» ώστε να προσεγγίζει τα θύματά του όταν αυτό χρειάζεται – και όμορφος συν τοις άλλοις! (Πώς λέμε, «ο δολοφόνος με το αγγελικό πρόσωπο», αυτός είναι «με το αρχαιοελληνικό πρόσωπο»).
          Αλλά δεν είναι πια νέος! Είναι μεσήλικας – προχωρημένος μεσήλικας, για να ακριβολογούμε και να παρηγοριόμαστε. Η φθορά έχει αρχίσει να κάνει αισθητή την παρουσία της. Ξέρει ότι δεν θα βρεθεί ποτέ ξανά στο ζενίθ των δυνάμεών του. Κουράζεται πιο εύκολα, πονούν οι κλειδώσεις του, του κόβεται η ανάσα, έχει λίγη πρεσβυωπία… τα κλασικά συμπτώματα που εμφανίζονται με την πάροδο του χρόνου.
          Ο Χρόνος: αυτός είναι ο μεγάλος εχθρός, ο χειρότερος φόβος του πρωταγωνιστή, αυτός είναι το κυρίως θέμα του συγγραφέα, κατά τη γνώμη μου. Διατρέχει απ’ άκρη σε άκρη το βιβλίο – ξεκινώντας από τον τίτλο· από το κείμενο ενδεικτικά αναφέρω, το πρώτο κεφάλαιο, που έχει τον αριθμό ΜΗΔΕΝ, αρχίζει με μία αντίστροφη μέτρηση ώς τα μεσάνυχτα – που είναι η ώρα Μηδέν -, και σε πολλά σημεία μέσα στο κείμενο, στο προτελευταίο κεφάλαιο φερ’ ειπείν διαβάζουμε «χρειάζομαι χρόνο», «πρέπει να κερδίσω χρόνο», κ.α. Οι κοφτές φράσεις της αφήγησης, τα σύντομα κεφάλαια του βιβλίου υποβάλλουν στον αναγνώστη το ασταμάτητο τικ-τακ του ρολογιού, τεμαχίζουν τον χρόνο της δράσης (και της μη δράσης) δίνοντας έτσι στον αναγνώστη πιο παραστατικά την εντύπωση του χρόνου που τρέχει. Ο χρόνος του Εκτελεστή όλο και λιγοστεύει – όχι επειδή είναι εκτελεστής, αλλά επειδή είναι άνθρωπος. Τον φυσιολογικό θάνατο φοβάται, όχι τον βίαιο. Για να δανειστώ μια αριστουργηματική φράση από το κεφάλαιο με τον τίτλο ΠΕΡΙΤΥΛΙΓΜΑ – την πιο δυνατή φράση ολόκληρου του βιβλίου, κατά τη γνώμη μου -, μοιάζει κι αυτός, ο πρωταγωνιστής, όπως όλοι - αν και προτιμάμε να μην το πολυσκεφτόμαστε· αλλά μας το υπενθυμίζουν κάποιοι σαν τον Δανέλλη -, με ωρολογιακή βόμβα προορισμένη, αργά ή γρήγορα, να σκάσει. Σημειωτέον ότι αυτήν τη σκέψη την κάνει ο Εκτελεστής αντικρίζοντας ένα μωρό.
          Σε αυτήν την καμπή της ζωής του λοιπόν, όπου τον συναντάμε κι εμείς, αποφασίζει να σταματήσει να δουλεύει, δηλαδή να αλλάξει ζωή. Όχι επειδή τον έπιασαν ξαφνικά οι τύψεις – και αν μετανιώνει, δεν είναι επειδή συναισθάνεται πόσο έβλαψε κάποιους συνανθρώπους του, λυπάται επειδή τον πήραν τα χρόνια – δεν πρόκειται για μια ηθική-συναισθηματική μεταστροφή (που θα ήταν ελάχιστα πειστική λογοτεχνικά, αλλά ούτως ή άλλως δεν είναι αυτό το θέμα του βιβλίου, το οποίο, με δυο λέξεις, είναι υπαρξιακό-οντολογικό), πρόκειται για μια απόπειρα εξόδου του από την προτέρα κατάσταση, αυτήν της εκούσιας απομόνωσης. Θέλει να γεμίσει τις ώρες του με κάτι άλλο από δουλειά και αλκοόλ, θέλει κι αυτός να ζήσει σαν κανονικός άνθρωπος, όχι να περιφέρεται σαν νεκροζώντανος. Αρκετά έζησε στην έρημο, τώρα νιώθει την ανάγκη να επιστρέψει στους ανθρώπους… σε κάτι που θα θυμίζει σπίτι. Ονειρεύεται ότι έχει σχέση με μια κοπέλα και μένουν μαζί… Η τύχη (ο συγγραφέας μας) τα φέρνει έτσι ώστε ο Εκτελεστής να σώσει μία κοπέλα από τον θάνατο· αρπάζεται από αυτήν για να σωθεί και ο ίδιος. Της προσφέρει καταφύγιο στο διαμέρισμά του, τα παρατάει όλα και προσπαθεί να πραγματοποιήσει το όνειρό του.
Όλα όμως είναι εναντίον του. Οι παλιοί «γνωστοί» του δεν βλέπουν με καλό μάτι την πρωτοβουλία του να αποχωρήσει από την ενεργό δράση. Αυτοί όμως είναι το μικρότερο από τα προβλήματά του. Αυτό που τον πιέζει αφόρητα είναι ο Χρόνος. Η κοπέλα δεν είναι σε θέση να τον βοηθήσει εναντίον ενός τέτοιου εχθρού, άλλωστε είναι νέα, ανήκει στο αντίπαλο στρατόπεδο, αφού έχει τον χρόνο με το μέρος της. Ο δε πρωταγωνιστής δεν ξέρει πώς να την πλησιάσει ψυχικά, πώς να συνδεθεί πραγματικά μαζί της, σε αυτά τα θέματα δεν έχει καθόλου εμπειρία· θυμίζει ερωτοχτυπημένο έφηβο που αμφιταλαντεύεται μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίωσης, τη βλέπει σαν άπιαστο όνειρο, σαν τη Μοιραία Γυναίκα της ζωής του, η οποία του κάνει χάρη που μένει μαζί του, γι’ αυτό εκείνος πρέπει να ικανοποιεί κάθε της επιθυμία για να μη τη χάσει, κ.λπ., κ.λπ. Δεν έχει ιδέα ποια είναι στ’ αλήθεια, τι σκέφτεται, πώς νιώθει. Δεν είναι γυναίκα, είναι ένα άλυτο μυστήριο, κι έτσι θα παραμείνει μέχρι τέλους και για εκείνον και για εμάς τους αναγνώστες, καθόσον μόνο τις δικές του σκέψεις μπορούμε να ακούσουμε.
Όπως είναι επόμενο, η απόπειρα του να αλλάξει την προδιαγεγραμμένη πορεία του στέφεται από παταγώδη αποτυχία. Το καράβι πλέει «πρόσω ολοταχώς» και ο καπετάνιος δεν μπορεί να κάνει τίποτα – ούτε το τιμόνι τον υπακούει, ούτε το μηχανοστάσιο… Τι σόι καπετάνιος είναι αυτός; Το μόνο κέρδος του, είναι η αυτογνωσία. Συνειδητοποιεί πως είναι καταδικασμένος. Δεν μπορεί να κερδίσει τον Χρόνο. Η μοναδική εκτόνωσή του – κατ’ εμέ, η κορυφαία στιγμή του βιβλίου – είναι το ξέσπασμα της οργής του. Είναι η στιγμή που βγαίνει εκτός εαυτού, χάνει την παροιμιώδη «απάθειά» του, παύει να είναι εκτελεστής, και γίνεται άνθρωπος, ο οποιοσδήποτε άνθρωπος που βλέπει τον εαυτό του παγιδευμένο μέσα στο κλουβί του χρόνου, ορμάει να σπάσει τα κάγκελα και σπάει τα μούτρα του. Με αυτό το συναισθηματικό ξέσπασμα, έτσι όπως το περιγράφει ο Δανέλλης, πετυχαίνει το ακατόρθωτο: κάνει τον αναγνώστη να ταυτιστεί με τον στυγερό δολοφόνο. Τη συναισθηματική ταύτιση ακολουθεί παρά πόδας και η διανοητική: αμέσως ο αναγνώστης θα αναρωτηθεί αν και ο ίδιος βρίσκεται – ή θα βρεθεί – στη θέση του πρωταγωνιστή, δηλαδή αντιμέτωπος με τον Χρόνο, και φυσικά θα απαντήσει καταφατικά. Αυτό θα πει λογοτεχνική ευφυΐα! Το άλφα και το ωμέγα σ’ ένα βιβλίο, είναι η επιλογή της οπτικής γωνίας. Προκειμένου να μιλήσει για ένα πανανθρώπινο θέμα, ο Δανέλλης διαλέγει ως αφηγητή το πιο «μακρινό» από εμάς τους αναγνώστες πρόσωπο, έναν πωρωμένο εγκληματία, όχι για να μας καθησυχάσει, όπως γίνεται συνήθως, δηλαδή να πει στο τέλος ο αναγνώστης εκείνο το: «ευτυχώς που δεν είμαι στη θέση τού Χ, τέτοιος που είναι, καλά να πάθει», αλλά το ακριβώς αντίθετο, για να δείξει ότι ακόμη και εκείνος, ο εξωτικός πρωταγωνιστής, υπόκειται στον ίδιο νόμο όπως όλοι, στον αδήριτο νόμο της θνητότητας· ότι κανείς δεν ξεφεύγει από την κοινή μοίρα και το άγχος που προκαλεί, ούτε καν αυτό το φοβερό και τρομερό θηρίο, ο εξοικειωμένος με τον θάνατο ανελέητος εκτελεστής.
Στην πραγματικότητα, βέβαια, ανελέητος είναι ο συγγραφέας. Δεν αφήνει καμία ελπίδα στον πρωταγωνιστή του, δεν χαρίζει ούτε μια ανάσα στον αναγνώστη. Είναι ένα σκληρό μυθιστόρημα, όπως θα λέγανε και οι Γάλλοι - όπως σκληρή είναι η αλήθεια. Είναι ειπωμένη όμως με τρόπο απολαυστικό.  












Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2018



Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΞΙΧΝΙΑΣΗ


Στον Γιάννη Ράγκο

Μέθανα, καλοκαίρι του ’79


Το αποσταμένο του κορμί βρίσκει προσωρινή ανάπαυση στην ψάθινη καρέκλα του παραλιακού καφενείου, κάτω από την ευεργετική σκιά της τέντας. Το βλέμμα του όμως, το κουρασμένο από τα τόσα μαραμένα πρόσωπα, τα τόσα γέρικα, ασθενικά κορμιά που κάθονται στα γύρω τραπέζια, πώς να το ξεκουράσει;
Κλείνει τα μάτια. Μάταια! Η εικόνα μες στο μυαλό του σε τίποτα δεν διαφέρει από εκείνη που τον εμποδίζουν να δει τα σφαλισμένα βλέφαρά του.
Είναι η δική του.
Τη διώχνει ανασύροντας από τα βάθη της μνήμης του την εικόνα της γυναίκας του, τότε που ήταν νέα, πρόσχαρη και δροσερή.
“Αχ, Ευτυχία!” σκέφτεται και τα ξεραμένα χείλη του κινούνται ανεπαίσθητα.
Για πολλοστή φορά η μοναξιά τον σαϊτεύει κατάστηθα. Πιάνει την καρδιά του, λες και θέλει να σιγουρευτεί ότι χτυπάει ακόμα. Ένα δάκρυ υγραίνει την κόχη του δεξιού ματιού του.
Να τον άφηνε στον τόπο μία απ’ αυτές τις φαρμακερές σαΐτες! Χίλιες φορές να πέθαινε έτσι, παρά...
Ξαφνικά ακούει το όνομά του.
«Ο κύριος Τσιτούρης;»
Η άγνωστή του φωνή τον κάνει ν’ ανοίξει τα μάτια.
Μπροστά του στέκεται, σχεδόν σε στάση προσοχής, ένας ψηλόλιγνος νέος, μεταξύ είκοσι πέντε και τριάντα ετών, με ευγενική φυσιογνωμία, ηλιοκαμένος και καλοξυρισμένος, που του χαμογελάει αμυδρά. Τα μαύρα του μαλλιά είναι κομμένα πιο κοντά απ’ ό,τι το συνηθίζουν οι συνομήλικοί του. Λίγες σταγόνες ιδρώτα λαμπυρίζουν στο φαρδύ μέτωπό του. Τα δύο επάνω κουμπιά του γαλάζιου σακακιού του είναι κουμπωμένα, ο κόμπος της μπλε ριγωτής γραβάτας του σφιχτοδεμένος, τα μαύρα του παπούτσια απαστράπτοντα. Κρατάει ένα ζευγάρι σκούρα γυαλιά.
«Υπομοίραρχος Δρίβας», λέει χαμηλόφωνα, επιβεβαιώνοντας έτσι την αρχική εντύπωση του Τσιτούρη.
«Καλημέρα», αποκρίνεται εκείνος ανόρεχτα.
Η μονολεκτική απάντηση φέρνει σε φανερή αμηχανία τον αξιωματικό της Χωροφυλακής. Ξαναρωτάει:
«Είστε ο κύριος Τσιτούρης, αν δεν κάνω λάθος;»
Εκείνος συστήνεται σιωπηρά με ένα νεύμα.
«Μπορώ να καθίσω μαζί σας για λίγο;»
«Ορίστε», κάνει βαριεστημένα ο Τσιτούρης και πιάνει τον εαυτό του να νοσταλγεί την τόσο αβάσταχτη μέχρι πριν από λίγο μοναξιά του.
Ο άλλος κάθεται, ξεκουμπώνει το σακάκι του και ακουμπάει τα γυαλιά του πάνω στο στρογγυλό μαντεμένιο τραπέζι.
Άδικα περιμένει τον απόστρατο αξιωματικό της Αστυνομίας Πόλεων να του απευθύνει τον λόγο. Ο Τσιτούρης μοιάζει έτοιμος να αποκοιμηθεί.
Πάνω που πάει να μιλήσει πρώτος, τον ακούει να λέει:
«Φαίνεται τ’ όπλο σου».
Ο υπομοίραρχος, σαστισμένος, σπεύδει να κουμπώσει το σακάκι του. Δεν είναι αρκετά παρατηρητικός ώστε να διακρίνει τη μικρή φλόγα που τρεμοπαίζει στιγμιαία στο βάθος των ματιών του ηλικιωμένου άνδρα, προτού η κόπωση σκεπάσει πάλι το πρόσωπό του. 
Εμφανίζεται ένα γκαρσόνι. Ο Τσιτούρης παραγγέλνει έναν βαρύγλυκο, ο υπομοίραρχος ζητάει ένα ποτήρι νερό.
Μόλις μένουν μόνοι, ο νέος ρωτάει:
«Πρώτη φορά έρχεστε στα Μέθανα;»
Ο Τσιτούρης απαντά σε αυτήν την ελάχιστα πρωτότυπη εισαγωγή με ένα ξερό «όχι», ενώ η σκέψη του τρέχει πάλι στη μακαρίτισσα τη γυναίκα του, για χάρη της οποίας είχε περάσει οχτώ συναπτά καλοκαίρια στη συγκεκριμένη λουτρόπολη με τα θαυματουργά – για την αρθρίτιδα της Ευτυχίας τουλάχιστον - νερά. Αλλά και φέτος, εξαιτίας της δεν διάλεξε εκείνο ειδικά το μέρος, όπου όλα τού τη θυμίζουν;
«Είναι ωραία, δεν βρίσκετε;»
Ο ηλικιωμένος άνδρας κρατάει τη γνώμη του για τον εαυτό του.
Ο Δρίβας συνεχίζει, με ύφος συνεσταλμένο:
«Ξέρετε, χαίρομαι πάρα πολύ που σας γνωρίζω από κοντά...»
«Γιατί αυτό;» ρωτάει ελαφρώς καχύποπτα ο Τσιτούρης.
«Θέλω να πω... είστε το ίνδαλμά μου!»
«Εγώ; Από πού κι ώς πού;»
Το απότομο ύφος του δεν φαίνεται ικανό να ανακόψει τον ενθουσιασμό του υπομοίραρχου.
«Αλίμονο τώρα, αφού είστε διάσημος! Δεν το ξέρετε τάχα; Έχω ακούσει τόσα και τόσα για ’σάς και τις μεγάλες επιτυχίες σας... για τα φοβερά μυστήρια που έχετε εξιχνιάσει!»
Μία προσεκτική ματιά αρκεί για να εξακριβώσει ο Τσιτούρης ότι ο συνομιλητής του είναι ειλικρινής.
«Από ποιον;»
«Από παλαιότερους αξιωματικούς, που είχαν συνεργασθεί μαζί σας κατά καιρούς. Το όνομά σας το πρωτάκουσα στη Σχολή από τον αντισυνταγματάρχη Αγρόδημο. Μίλαγε για ’σάς με τα καλύτερα λόγια. Μας είχε αναλύσει και δυο τρεις υποθέσεις σας πολύ δύσκολες, σαν μάθημα... Ίσως να μην το ’χετε συνειδητοποιήσει, αλλά είστε ένας ζωντανός θρύλος!»
“Για πόσο ακόμα όμως!;” αυτοσαρκάζεται ενδόμυχα ο Τσιτούρης.
«Καλοσύνη του του Τάκη», λέει φωναχτά. «Η αλήθεια είναι πως υπήρξα πάντοτε τυχερός».
Η αλήθεια είναι πως υπήρξε πάντοτε μετριόφρων και αυτό το έμφυτο χαρακτηριστικό του τον είχε βοηθήσει πολύ κατά τη διάρκεια της τριακονταπενταετούς σταδιοδρομίας του: οι ένοχοι εκλάμβαναν τη μετριοφροσύνη του ως αμβλύνοια. Μοιραίο λάθος, στο οποίο συνέβαλλε και η ασήμαντη εμφάνισή του, που μάλλον μπακάλη της γειτονιάς θύμιζε παρά αξιωματικό της Ασφαλείας.
«Νομίζω πως είναι θέμα μυαλού», αντιτείνει ο υπομοίραρχος, «και όχι -»
«Και το μυαλό θέμα τύχης είναι, αν το καλοσκεφθείς».
Προτού ο Δρίβας βρει κάτι να απαντήσει, ξανάρχεται το γκαρσόνι. Αφήνει το φλυτζάνι με τον καφέ και δύο ποτήρια νερό, παίρνει τα χρήματα που του δίνει ο Τσιτούρης και φεύγει.
Ο συνταξιούχος κατεβάζει μια ηχηρή γουλιά από το τονωτικό του και με τον αριστερό του δείκτη σκουπίζει το προπολεμικό, «αλά Σαρλό», γκρίζο μουστάκι του.
Ο άλλος εντωμεταξύ έχει σκεφτεί τι να πει:
«Ο τυχερός σ’ αυτήν την περίπτωση είμαι εγώ! Ένας συνάδελφος ανέφερε χτες ότι παραθερίζετε στα μέρη μας, γι’ αυτό ήρθα εξεπιτούτου να σας βρω!»
Μετά από μία μεγαλούτσικη παύση προσθέτει:
«Ήθελα να... να σας παρακαλέσω... γνωρίζοντας τη φήμη σας...»
Ο Τσιτούρης ξεφυσάει ενοχλημένος.
«Κάνε μου τη χάρη να κόψεις αυτό το τροπάρι!» Μιλάει σιγανά, αλλά επιτακτικά. «Δεν είμαι κανένας σταρ του κινηματογράφου!»
«Με συγχωρείτε, δεν...» μαζεύεται αμέσως ο άλλος.
«Εντάξει, έλα στο προκείμενο», κάνει ο Τσιτούρης, μετανιωμένος που αποπήρε τον ομολογουμένως συμπαθή, μέσα στην αμηχανία και την αφέλειά του, νέο.
«Ήθελα να ζητήσω τα φώτα σας για μία σκοτεινή υπόθεση», λέει εκείνος γρήγορα.
«Ακούω».
Ο Δρίβας πίνει λίγο νερό για να καθαρίσει τον λαιμό του, και αρχίζει:
«Είχαμε χτες μια αυτοκτονία σ’ ένα χωριό εδώ πιο πάνω – Τακτικούπολις λέγεται, δεν ξέρω αν προσέξατε την ταμπέλα περνώντας... Ναι. Κάποιος Αντωνίου, εβδομήντα πέντε ετών, πρώην παντοπώλης, πυροβολήθηκε μέσα στην οικία του. Αλλά δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι πάτησε ο ίδιος τη σκανδάλη».
Καμία αντίδραση εκ μέρους του Τσιτούρη. Τα γλαρωμένα μάτια του δεν ανοίγουν ούτε σπιθαμή.
«Έμενε μαζί με τη μία κόρη του, που είναι ανύπαντρη», εξακολουθεί ο υπομοίραρχος. «Αυτή τον φρόντιζε. Πριν μια βδομάδα ήρθαν απ’ την Αθήνα και τ’ άλλα του παιδιά, ο γιος του και η άλλη κόρη του, για διακοπές. Είναι παντρεμένοι κι έχουν... η κόρη έχει ένα αγόρι. Που λέτε λοιπόν, εκ πρώτης όψεως όλα έδειχναν πως πρόκειται γι’ αυτοκτονία. Ο μακαρίτης είχε κλειδωθεί στην κάμαρά του· το κλειδί βρέθηκε πάνω του. Όταν άκουσαν τα παιδιά του τον πυροβολισμό – ήταν γύρω στις 10 η ώρα το πρωί -, τρέξανε και σπάσαν την πόρτα, επειδή ο Αντωνίου δεν απάνταγε. Το παράθυρο, μας είπαν, ήταν κλειστό και μανταλωμένο - τα τζάμια, όχι τα παντζούρια. Έτσι τα βρήκαμε κι εμείς. Εμάς μας ειδοποίησαν απ’ το νοσοκομείο της Κορίνθου, εκεί μετέφερε τον τραυματία ο γιος του, αλλά μέχρι να φτάσουν, είχε ξεψυχήσει. Στο πάτωμα ήταν πεσμένο ένα παλιό περίστροφο, του ’40. Ανήκε στον μακαρίτη και είχε ρίξει μία σφαίρα. Τη βολίδα τη βρήκαμε σφηνωμένη στον τοίχο».
«Άρα, τι το ύποπτο;»
«Κατ’ αρχήν, δεν υπήρχε σημείωμα! Ψάξαμε παντού».
«Δεν αφήνουν όλοι οι αυτόχειρες σημείωμα».
«Επίσης, το τραύμα ήταν στην κοιλιά του θύματος. Μου φάνηκε περίεργο· δεν είναι κι ο καλύτερος τρόπος να πεθάνει κανείς!»
«Ούτε ο χειρότερος», κάνει ο Τσιτούρης, εννοώντας κάτι που ο άλλος δεν είναι σε θέση να εννοήσει.
«Θέλω να πω, στην κοιλιά πεθαίνεις από ακατάσχετη αιμορραγία, δεν είναι μια κι έξω...»
«Μπορεί να έτρεμε το χέρι του».
«Ακούστε όμως! Έκανα τεστ παραφίνης στα χέρια του νεκρού - μας είπαν πως ήταν ζερβοχέρης, αλλά καλού κακού εξήτασα και το δεξί του χέρι. Αποτέλεσμα; Μηδέν· ούτε ίχνος πυρίτιδος!»
«Μήπως τα είχαν πλύνει εντωμεταξύ στο νοσοκομείο;»
«Όχι!»  
«Είχε λόγους να θέλει ν’ αυτοκτονήσει; Είχε ξανακάνει απόπειρα;»
«Εάν πιστέψουμε τους συγγενείς του, όχι. Στο χωριό πάντως λένε πως τον είχε πάρει η κάτω βόλτα από τότε που έχασε τη γυναίκα του από καρκίνο, εδώ κι έξι μήνες».
Ο Τσιτούρης απωθεί τον αναπόφευκτο συνειρμό ρωτώντας επιφανειακά απαθής:
«Είχε εχθρούς;»
«Απ’ ό,τι μάθαμε, κανέναν. Ήταν όμως καλοστεκούμενος, είχε μεγάλη ακίνητη περιουσία, επομένως οι συγγενείς ωφελούνται από τον θάνατό του».
«Διάβασες τη διαθήκη του;»
«Όχι», απαντάει αιφνιδιασμένος ο υπομοίραρχος.
«Βρήκατε αποτυπώματα στο περίστροφο;»
«Τα δικά του».
«Η βαλλιστική εξέταση δεν θα έχει ολοκληρωθεί ακόμη...»
«Όχι, αλλά η βολίδα ήταν ματωμένη και ταίριαζε στο περίστροφο».
«Μπόρεσες να διαπιστώσεις αν η πόρτα ήταν κλειδωμένη όταν την έσπασαν;»
«Σίγουρα ήταν!»
 «Ο διοικητής σου τι λέει;»
«Ότι είναι αυτοκτονία και να το ξεχάσω».
«Αυτό να κάνεις», καταλήγει ο Τσιτούρης και πίνει λίγο ακόμα από τον καφέ του.
Να είχε κι ένα τσιγάρο! Ένα μόνο – έστω, μια ρουφηξιά!
Ο Δρίβας αναστενάζει.
«Θα το ξέχναγα, αν ήμουν εκατό τοις εκατό σίγουρος... Έχω πελαγώσει», λέει με το ανάλογο ύφος, «γι’ αυτό ήρθα να ζητήσω τη συμβουλή σας».
«Σου την έδωσα: ξέχασέ το. Εάν δεν είναι αυτοκτονία, θα είναι ατύχημα· ίσως το όπλο εκπυρσοκρότησε κατά λάθος».
«Τον κόκκορα όμως δεν μπορεί να τον τράβηξε κατά λάθος!»
«Όντως».
«Αν και ο κ. διοικητής είπε να γράψουμε ότι ήταν ατύχημα, για να μην υπάρξει πρόβλημα με την κηδεία».
Ο απόστρατος αξιωματικός επιδοκιμάζει αυτήν την απόφαση με μια αδιόρατη κλίση του κεφαλιού.
«Ναι, αλλά τα καθαρά χέρια του νεκρού; Πώς το εξηγείτε αυτό, κύριε Τσιτούρη;»
Εκείνος ανασηκώνει με αδιαφορία τους ώμους.
«Δεν ξέρω».
«Και αν είναι φόνος;»
«Αφού το δωμάτιο ήταν κλειδωμένο».
«Θυμάστε εκείνη την υπόθεση με την πρωταγωνίστρια του θεάτρου, που είχε βρεθεί μαχαιρωμένη μέσα στο κλειδωμένο καμαρίνι της;» ρωτάει αναπάντεχα ο Δρίβας.
          Ο ηλικιωμένος άνδρας μεταφέρεται ακαριαία είκοσι πέντε χρόνια πίσω, σε μια κρύα φθινοπωριάτικη νύχτα στην Αθήνα – στη δική του Αθήνα, το ζοφερό σκηνικό τόσων και τόσων εγκλημάτων.
«Τη θυμάμαι», απαντάει κάπως επιφυλακτικά.
«Εσείς όμως λύσατε το μυστήριο! Την είχε σκοτώσει ο εραστής της - ένας βιομήχανος δεν ήτανε;»
«Σωστά. Μόνο που το μυστήριο του κλειδωμένου δωματίου δεν το έλυσα εγώ. Ο ίδιος ο δράστης έδωσε την εξήγηση, λίγο προτού αυτοκτονήσει». 
«Ωστόσο, τον δράστη τον είχατε υποψιασθεί εξαρχής!»
«Εύκολο ήταν. Τον πρόδιδε η νευρικότητά του· ίδρωνε, ξεΐδρωνε...»
«Έχετε καταπληκτική μνήμη!»
«Δεν ξεχνώ ποτέ πρόσωπα», λέει ο Τσιτούρης. “Δυστυχώς”, συμπληρώνει από μέσα του και αποτελειώνει τον καφέ του.
«Μακάρι να μπορούσα κι εγώ να κάνω τον ένοχο να ιδρώνει και να ξεϊδρώνει, ώστε να τον εντοπίσω αμέσως!»
«Δεν είναι ότι φοβόταν εμένα. Τον μηχανισμό της αστυνομίας φοβόταν».
«Κι εγώ έχω τον μηχανισμό της χωροφυλακής, αλλά...»
Μεσολαβούν μερικά δευτερόλεπτα σιωπής, προτού ο Δρίβας συνεχίσει:
«Αυτό ακριβώς ήθελα να σας παρακαλέσω...»
«Δηλαδή;» τον ρωτά ο Τσιτούρης, που μαντεύει το αίτημά του.
«Να ερχόσασταν μαζί μου στην Τακτικούπολη, στο σπίτι του νεκρού, για μία... ανεπίσημη ανάκριση».
«Άρα δεν ήρθες για να ζητήσεις απλώς τη συμβουλή μου».
«Για να είμαι ειλικρινής, όχι», παραδέχεται ο υπομοίραρχος.
«Λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ. Δεν είμαι πια αστυνομικός».
«Τυπικά όχι, αλλά ουσιαστικά; Μονάχα εσείς μπορείτε να καταλάβετε αν κάποιος απ’ όλους είναι ένοχος, κύριε Τσιτούρη! Ίσως δείτε και κάτι στον τόπο του εγκλήματος, που εμένα μου διέφυγε. Σας το ζητώ σαν χάρη· σας παρακαλώ, βοηθήστε με!»
«Εγώ σε παρακαλώ, μην επιμένεις», λέει ο συνταξιούχος, αποφεύγοντας να κοιτάξει κατάματα τον Δρίβα και, για να δικαιολογήσει την άρνησή του, προσθέτει: «Μα τι νομίζεις, ότι διαβάζω τη σκέψη;»
«Διαβάζετε τα πρόσωπα!»
«Γιατί, έχουν οι δολοφόνοι κάποιο σημάδι που τους ξεχωρίζει από τους άλλους ανθρώπους;»
«Όχι, αλλά τον βιομήχανο...»
«Ξέχνα τον τον βιομήχανο! Δεν μπορούσε να κρυφθεί, είχε έντονα πάθη - γι’ αυτό, άλλωστε, έφτασε και στο έγκλημα».
«Δεν είναι μόνο ο συγκεκριμένος! Τόσους εγκληματίες έχετε ξεσκεπάσει, τέρατα ψυχραιμίας και υποκρισίας! Εγώ μόνο ένα φονιά έχω δει στη ζωή μου. Έναν οξύθυμο αγρότη που πυροβόλησε τον γείτονά του με το δίκαννο για κτηματικές διαφορές. Δεν υπήρχε άλλος ύποπτος· αμέσως “έσπασε”, τα είπε όλα χαρτί και καλαμάρι. Ενώ εσείς, με την εμπειρία σας, ξέρετε ποιες μικρολεπτομέρειες να προσέξετε και τι ερωτήσεις πρέπει να κάνετε, για να βγάλετε συμπέρασμα αν κάποιος λέει ψέματα ή κρύβει κάτι...»
«Όποιος λέει ψέματα ή παρασιωπά την αλήθεια, δεν σημαίνει πως είναι και φονιάς!»
«Έχετε δίκιο· έτσι όμως περιορίζεται ο αριθμός των υπόπτων. Δεν είναι αυτή μια καλή αρχή;»
Ο απόστρατος αξιωματικός κουνάει το κεφάλι του δεξιά αριστερά.
«Λυπάμαι». Το λέει από ευγένεια, όχι επειδή λυπάται στ’ αλήθεια.
Ο Δρίβας δεν παραιτείται από την προσπάθεια.
«Σας παρακαλώ, κύριε Τσιτούρη!» ξαναλέει. «Ν’ αφήσω τον ένοχο να γλυτώσει, και να κληρονομήσει κιόλας το θύμα του; Αφού σας είπα, ο διοικητής μου δεν ασχολείται, θα τη στείλει στο αρχείο την υπόθεση. Σκέπτομαι και τους αθώους: να υπάρχει ένας δολοφόνος ανάμεσά τους και να μην το ξέρουνε;»
Αυτό το τελευταίο επιχείρημα κάμπτει κάπως την αντίσταση του Τσιτούρη.
«Εδώ κοντά είναι», συμπληρώνει ο υπομοίραρχος, βλέποντας την αλλαγή στην έκφραση του ηλικιωμένου άνδρα, «δεν θα κάνουμε πολλή ώρα... Θα σας πάω με το αυτοκίνητο».
«Κρυφά από τον διοικητή σου;»
«Τον έχω ενημερώσει. Σας ξέρει εκ φήμης. Φυσικά, δεν έφερε καμία αντίρρηση – ίσα ίσα, το θεώρησε τιμή του!»
“Δηλαδή κι εκείνος προεξόφλησε ότι θα δεχτώ!” συμπεραίνει σιωπηρά ο Τσιτούρης και μένει για λίγο βουβός, να κοιτάζει την ακύμαντη θάλασσα και να συλλογίζεται πόσο δύσκολο, αν όχι αδύνατο, είναι να ξεφύγει κανείς από το παρελθόν του.
«Πάμε», λέει τελικά.
Με κόπο σηκώνει το κοντό, αδύνατο κορμί του από την καρέκλα. Ισιώνει, όσο μπορεί, τη ράχη του. Στρώνει προς τα πίσω τα λιγοστά γκρίζα μαλλιά του κι έπειτα τα σκεπάζει με το ψάθινο καπέλο του. Τις αδιάκριτες ματιές των συνομηλίκων του από τα γύρω τραπέζια, κάνει πως δεν τις βλέπει.
Ο Δρίβας, με περπάτημα επίτηδες αργό, τον οδηγεί στο μικρό αυτοκινητάκι του.
Ο δρόμος για την Τακτικούπολη είναι μια στενή λουρίδα ασφάλτου κουλουριασμένη σαν φίδι μέσα στις πυκνόφυτες πτυχώσεις της πελοποννησιακής γης.
Για να αποφύγει μια κουβέντα δίχως νόημα, ο Τσιτούρης στρέφει το βλέμμα του έξω. Ο πρωινός αυγουστιάτικος ήλιος βάφει ασημένια τα φύλλα από τις ελιές και τον τυφλώνει – τότε θυμάται ότι έχει αφήσει τα μαύρα του γυαλιά στο ξενοδοχείο.
Οι ελπίδες του για μία ήσυχη διαδρομή εξανεμίζονται, όταν ο υπομοίραρχος, από δίπλα, αρχίζει να του απαριθμεί ονόματα και ηλικίες υπόπτων. Τον διακόπτει πάραυτα, ρωτώντας τον από πού είναι, και αφήνοντάς τον ύστερα να φλυαρεί περήφανος, χωρίς ακροατή, για το Χιλιομόδι Κορινθίας, τόπο καταγωγής του.
Λίγα λεπτά αργότερα το αμάξι σταματάει σε ένα πλάτωμα στην άκρη του δρόμου, απέναντι από ένα δίπατο τσιμεντένιο σπίτι - φτιαγμένο μάλλον πρόσφατα, εικάζει ο Τσιτούρης –, υπόλευκο, με λιακωτό και ταράτσα. Ένας κοντός γκρίζος μαντρότοιχος με καγκελάκια στο ίδιο χρώμα χωρίζει την αυλή, όπου δεσπόζει ένα πελώριο πεύκο, από τον δρόμο.
Καθώς περνούν απέναντι, ο ηλικιωμένος άνδρας κουμπώνει το μπεζ σακάκι του. Μία συστάδα από μπετόβεργες, που εξέχουν από την ταράτσα και δίνουν στο σπίτι την όψη μισοτελειωμένου κτιρίου, τραβάει, άγνωστο γιατί, την προσοχή του.
Ο νεαρός αξιωματικός ανοίγει το πορτόνι και τον αφήνει να περάσει πρώτος στην αυλή.  
Ξαφνικά, πίσω από το πεύκο ξεπετάγεται ένα λιγνούτσικο αγόρι γύρω στα δέκα, με ακούρευτα ξανθά μαλλιά, κοντομάνικο μπλουζάκι και κοτλέ παντελόνι, σκούρο πράσινο και καφετί αντίστοιχα. Μια γάζα είναι τυλιγμένη σαν χοντρό βραχιόλι γύρω από τον δεξιό του πήχυ. Στο άλλο χέρι κρατάει μία σφεντόνα. Τους κοιτάζει μουτρωμένος, ύστερα όμως αναγνωρίζει, καθώς φαίνεται, τον υπομοίραρχο και αλλάζει ύφος.
Ο τελευταίος, βλέποντας το παιδί ανήσυχο, το χαιρετάει με ένα εγκάρδιο χαμόγελο.
«Γεια σου».      
«Γεια σας», κάνει διστακτικά ο μικρός και η ματιά του λοξοδρομεί προς τον ανέκφραστο Τσιτούρη.
«Είναι μέσα οι γονείς σου;» τον ρωτάει ο Δρίβας. «Θέλω να τους μιλήσω».
«Ναι, μέσα είναι», λέει το παιδί και κατόπιν, πιο δυνατά: «Μαμά! Μπαμπά!»
Η πόρτα του σπιτιού ανοίγει απότομα και στο κατώφλι εμφανίζεται μία λεπτή μαυροντυμένη γυναίκα γύρω στα σαράντα, με τα μαύρα μαλλιά της πιασμένα κότσο. Παρά την απόσταση των δεκαπέντε περίπου μέτρων ανάμεσά τους, ο Τσιτούρης – που μακριά βλέπει πολύ καλά - διακρίνει ότι η πρώτη αντίδραση της γυναίκας, μόλις τους αντικρίζει, είναι ο φόβος. Ύστερα όμως αναγνωρίζει, καθώς φαίνεται, τον υπομοίραρχο και αλλάζει ύφος.
Εκείνος, βλέποντάς την εκνευρισμένη, τη χαιρετάει με τυπική σοβαρότητα.
«Καλημέρα σας, κυρία Παντελέου».
«Α, εσείς είσαστε πάλι;» λέει εκείνη και έρχεται κοντά τους. Ο Τσιτούρης παρατηρεί ότι το πένθιμο φόρεμά της σέρνεται στο χώμα.  
Η Παντελέου κοιτάζει με απροκάλυπτη περιέργεια τον άγνωστό της ηλικιωμένο άνδρα με το νυσταλέο βλέμμα.
«Άλλη φορά να μη φωνάζεις έτσι», μαλώνει έπειτα τον γιο της, χωρίς να υψώσει τον τόνο της φωνής της.
Το παιδί σκύβει το κεφάλι ντροπιασμένο.
«Το ξέρω πως περνάτε δύσκολες ώρες, αλλά έπρεπε να ξανάρθω», απολογείται ο υπομοίραρχος.
          «Δεν καταλαβαίνω τον λόγο! Δεν είδατε ό,τι ήταν να δείτε;»
«Μαρίνα, άσε τους κυρίους να κάνουν τη δουλειά τους!» ακούγεται από πίσω της μια βαριά αντρική φωνή.
Την επόμενη στιγμή ο Τσιτούρης βλέπει να έρχεται προς το μέρος τους ένας παχουλός ξανθός πενηντάρης με ροδοκόκκινα μάγουλα, ημικυκλικό μουστάκι και γυαλιά μυωπίας, ο οποίος φοράει παντελόνι τζην και γαλάζιο κοντομάνικο πουκάμισο. Μέσα από τον ανοιχτό του γιακά γυαλίζει ένα χρυσό σταυρουδάκι, και στον δεξιό του καρπό μία χρυσή ταυτότητα. Βέρα δεν φοράει – σε αντίθεση με την Παντελέου.
Εκείνη δεν γυρίζει να τον κοιτάξει. Μόλις φτάνει δίπλα της, βάζει προστατευτικά το χέρι του στον ώμο της.
«Καλημέρα, κύριε μοίραρχε».
«Υπομοίραρχος», τον διορθώνει ο Δρίβας και προσθέτει στρίβοντας το κεφάλι του προς το ίνδαλμά του: «Ο κύριος Τσιτούρης, συνάδελφος».
Τα απανωτά λάθη του κάνουν τον «συνάδελφό του» να ανοίξει, επιτέλους, το στόμα του.
«Είστε ο κύριος Παντελέος;» ρωτάει.
«Ναι», κάνει ο ξανθός άνδρας, ελαφρώς έκπληκτος. «Σπύρος Παντελέος, φοροτεχνικός. Ο εκλιπών ήταν πεθερός μου».
«Θα θέλαμε να ρίξουμε μια ματιά στο δωμάτιό του, πριν κλείσει και τυπικά η υπόθεσις».
«Μα φυσικά, περάστε!»
Η γυναίκα του τον στραβοκοιτάζει, αλλά δεν λέει τίποτα.
«Να ’ρθω κι εγώ, μαμά;» τη ρωτά ο μικρός.
«Όχι», απαντά κοφτά εκείνη, «εσύ να κάτσεις εδώ. Μη βγεις στον δρόμο και πρόσεχε μη λερωθείς!»
Το αγόρι, απογοητευμένο, κάνει μεταβολή και απομακρύνεται με αργά βήματα.
Ο Παντελέος τούς οδηγεί στην ανοιχτή πόρτα. Τους αφήνει να μπουν πρώτοι μέσα στο σπίτι.
Πίσω από την πόρτα βρίσκεται ένα ευρύχωρο, ψηλοτάβανο σαλόνι-τραπεζαρία με ξύλινο πάτωμα, τακτοποιημένο και πεντακάθαρο, όπως διαπιστώνει ο Τσιτούρης ευθύς αμέσως, που η επίπλωσή του – όχι το μέγεθός του – θυμίζει μικροαστικό αθηναϊκό σαλόνι της δεκαετίας τού ’50. Για δυο τρεις στιγμές ο ηλικιωμένος άνδρας δοκιμάζει ένα πρωτόγνωρο είδος συγκίνησης, σαν να έχει επιστρέψει στο παρελθόν του· νιώθει σαν στο παλιό του σπίτι.  
Γύρω από ένα στενόμακρο τραπέζι στο κέντρο του σαλονιού, στέκονται όρθιοι ένας άνδρας και δύο γυναίκες, περιμένοντάς τους προφανώς. Ο μελαχρινός, γεροδεμένος άνδρας κοντεύει τα σαράντα. Φοράει μαύρο παντελόνι, άσπρο μακρυμάνικο πουκάμισο και μία πολύ στενή μαύρη γραβάτα. Η εκ δεξιών του γυναίκα είναι συνομήλική του, γεματούλα, με στρογγυλό πρόσωπο, σταρένια επιδερμίδα και καστανά κυματιστά μαλλιά. Η ζώνη του μαύρου παντελονιού της έχει μία τεράστια αγκράφα, και τα μανίκια της εφαρμοστής μπλούζας της με τις μαύρες και μπεζ οριζόντιες ρίγες είναι ανασηκωμένα μέχρι τους αγκώνες. Η άλλη γυναίκα φοράει ένα κατάμαυρο φουστάνι, κλειστό στον λαιμό. Είναι γύρω στα σαράντα πέντε, ψηλή – στο ίδιο ύψος με τον άνδρα -, με κοντά μαύρα μαλλιά «αλά γκαρσόν», πρόσωπο γωνιώδες και εμφανώς ταλαιπωρημένο. Οι κύκλοι κάτω από τα μάτια της είναι τόσο έντονοι, ώστε μοιάζουν ψεύτικοι.
Ο Τσιτούρης βγάζει το καπέλο του. Εκφράζει χαμηλόφωνα τα συλλυπητήριά του και πλησιάζει το καλυμμένο με κεντητό τραπεζομάντηλο έπιπλο, πάνω στο οποίο είναι αραδιασμένα κάμποσα άδεια ή μισοάδεια φλυτζάνια και ποτήρια.
«Ευχαριστούμε», κάνει η στρογγυλοπρόσωπη γυναίκα.  
Οι άλλοι δύο τον ευχαριστούν βουβά με μια πανομοιότυπη κλίση του κεφαλιού.
Ο Τσιτούρης δεν δίνει χρόνο στον Δρίβα να μιλήσει. Αφήνει το καπέλο του πάνω στο τραπέζι και λέει:
«Ονομάζομαι Τσιτούρης. Είμαι τεχνικός σύμβουλος του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως. Ήρθα για να βοηθήσω τον κύριο υπομοίραρχο να εντοπίσει το σημείωμα, το οποίο άφησε ο εκλιπών».
«Σημείωμα;» απορεί ο μελαχρινός άνδρας. «Είστε σίγουρος ότι άφησε σημείωμα;» Η έκφρασή του μαρτυρεί τη δυσπιστία του.
«Όχι· κάθε κανόνας έχει τις εξαιρέσεις του. Πρέπει όμως να ψάξουμε».
«Κι αν δεν το βρείτε;»
Αν και ανεπαίσθητο, το τρέμουλο των χεριών της γυναίκας με τους μαύρους κύκλους δεν περνάει απαρατήρητο από τον Τσιτούρη.
«Τότε θα πει πως δεν υπάρχει», δηλώνει εκείνος με ήρεμη αυτοπεποίθηση και στρέφεται προς το μέρος της.
«Δεσποινίς Αντωνίου», τη ρωτάει, «είδατε χθες το πρωί τον πατέρα σας, πριν το συμβάν;»  
«Όχι», λέει με τα μάτια χαμηλωμένα η πρωτότοκη κόρη του μακαρίτη.  
«Δεν βγήκε καθόλου απ’ το δωμάτιό του;»
«Δεν ξέρω».
Ο Τσιτούρης απευθύνεται στους λοιπούς συγγενείς:
«Κάποιος άλλος μήπως τον είδε;»
Και οι τέσσερις γνέφουν αρνητικά.
«Μήπως τον βλέπαμε και ποτέ;» σχολιάζει ο Παντελέος.
«Τι εννοείτε;»
«Εννοώ ότι σπανίως έβγαινε απ’ το δωμάτιό του. Εκεί μέσα καθόταν όλη μέρα. Ούτε να φάμε μαζί δεν ερχότανε!»
«Του πήγαινα το φαγητό του απάνω», παρεμβαίνει η δεσποινίς Αντωνίου.
«Ήταν άρρωστος;»
«Όχι... όχι», λέει η γυναίκα, αποφεύγοντας και πάλι το βλέμμα του Τσιτούρη. «Απλώς, δεν είχε όρεξη για κουβέντες· ούτε για φαγητό. Έβγαινε όμως έξω μερικά απογέματα, για να περπατήσει».
«Κάθε απόγεμα!» τη διορθώνει η Παντελέου.
Η μεγάλη της αδελφή την κοιτάζει επικριτικά.  
«Ξέρετε πού πήγαινε;» ρωτά ο Τσιτούρης.
«Δεν μας έλεγε», απαντά η νεότερη από τις δύο γυναίκες.  
«Του άρεσαν από παλιά οι μοναχικοί περίπατοι...» τον πληροφορεί η άλλη. «Στο καφενείο μια φορά δεν πήγαινε, το ’χε κόψει».
«Προχθές βγήκε έξω;»
«Αντιπροχθές, την Κυριακή».
«Όχι, βγήκε και προχτές!» πετάγεται η στρογγυλοπρόσωπη γυναίκα και, μετά από σύντομη παύση, συστήνεται: «Θάλεια Αντωνίου, είμαι...»
«Η σύζυγός μου», τη διακόπτει ο μελαχρινός άνδρας. Ολοκληρώνει τις καθυστερημένες συστάσεις: «Παύλος Αντωνίου, η αδελφή μου η Ελένη, η αδελφή μου η Μαρίνα και ο σύζυγός της, Σπύρος Παντελέος».
Αυτός ο τελευταίος βγάζει από την τσέπη του πουκαμίσου του ένα πακέτο τσιγάρα και από μια τσέπη του παντελονιού του ένα κουτί σπίρτα. Βλέποντας τον Τσιτούρη να παρακολουθεί τις κινήσεις του, τείνει το πακέτο προς το μέρος του.
«Δεν καπνίζω πια», λέει εκείνος· η φωνή του δεν προδίδει κανένα συναίσθημα.
«Δεν χάνετε και τίποτα!» σχολιάζει ο άλλος, ανάβει τσιγάρο και κάθεται σταυροπόδι σε μια πολυθρόνα.
Ο Τσιτούρης κλείνει την παρένθεση.
«Λοιπόν, κυρία Αντωνίου, τον είδατε έξω προχτές;»
«Ναι, ήμουνα στην αυλή και τον είδα να ’ρχεται από τον δρόμο, πρέπει να ήταν 8 η ώρα... ή λίγο αργότερα».
«Δεν το ήξερα πως είχε βγει. Είχα πάει σε μια φιλενάδα μου», δικαιολογεί την άγνοιά της η Ελένη Αντωνίου.
Η προσοχή του Τσιτούρη δεν αποσπάται από τη Θάλεια Αντωνίου.
«Μιλήσατε καθόλου;»
«Ε... ναι, είπαμε δυο κουβέντες», απαντάει εκείνη, αφού το σκέφτεται λίγο.
«Τι σας είπε;»
«Τίποτα το ιδιαίτερο. Ότι κάνει ψύχρα – ήταν με το πουκάμισο – κι ότι τον είχαν πονέσει τα πόδια του. Αυτά. Με καληνύχτισε και μπήκε μέσα».
«Η έκφρασις του προσώπου του πώς ήταν;»
«Ορίστε;»
«Έδειχνε διαφορετικός από άλλες φορές που τον είχατε δει;»
«Όχι, δεν... Κουρασμένος φαινότανε».
«Κρατούσε κάτι;»
«Μια γκλίτσα, όπως πάντα».
«Μάλιστα. Πάμε πάνω, κύριε υπομοίραρχε; ...Δεσποινίς Αντωνίου, έρχεστε μαζί μας, σας παρακαλώ;»
Ο Δρίβας τον απογοητεύει ξανά: δεν καταφέρνει να παραμείνει ανέκφραστος.
Η Ελένη Αντωνίου όχι μόνο δεν του φέρνει καμία αντίρρηση, επαληθεύοντας έτσι την πρόβλεψή του, αλλά προχωρεί κιόλας με σταθερό βάδισμα και το κεφάλι ψηλά.
Ο εν υπνώσει αστυνομικός μέσα του έχει ξυπνήσει πλέον για τα καλά. Καθώς ανεβαίνουν τη στενή ξύλινη σκάλα, που τρίζει ανατριχιαστικά κάτω από τα πόδια τους, εκείνος σκέφτεται ποιος είναι ο αποτελεσματικότερος τρόπος για να διαπιστώσει αν η εγκαρτέρηση της μαυροφορεμένης γυναίκας είναι καλυμμένος φόβος, όπως του λέει η διαίσθησή του.
Ο ανύποπτος υπομοίραρχος σπρώχνει απαλά την ξεχαρβαλωμένη πόρτα της κρεβατοκάμαρας και ο Τσιτούρης αντικρίζει με απροσδόκητη για τον ίδιο ταραχή – πού πήγε η αλλοτινή, η παροιμιώδης απάθειά του; - μία μεγάλη κηλίδα από πηγμένο αίμα στο πάτωμα, δυο βήματα από την πόρτα, προς τα δεξιά, στ’ αριστερά έναν αναποδογυρισμένο ολόσωμο καθρέφτη με ξύλινη βάση και γύρω του αίματα και τζάμια σπασμένα. Του έρχεται ίλιγγος, κοκκαλώνει στο κατώφλι. Αν και ο ίδιος δεν είναι σε θέση να το αντιληφθεί εκείνη τη στιγμή, η κύρια αιτία της αναστάτωσής του δεν είναι όλα αυτά τα σημάδια του βίαιου θανάτου· είναι το καθημερινό, ειρηνικό και τόσο οικείο φόντο, το διπλό ξέστρωτο κρεβάτι με τον σιδερένιο σκελετό, η σιφονιέρα, η χτυπημένη στις άκρες ντουλάπα, η φορτωμένη με ρούχα καρέκλα και το καταγάλανο παράθυρο.
Ωστόσο, σύντομα ανακτά την αυτοκυριαρχία του. Ο αστυνομικός μέσα του έχει νικήσει. Τώρα, μετά από αυτήν την ατυχή στιγμή, είναι έτοιμος να αναλάβει δράση, έτσι ώστε και την πληγωμένη του περηφάνια να αποκαταστήσει και την αλήθεια από τη μάρτυρα να αποσπάσει.
Περνάει το κατώφλι. Σκύβει πάνω από την αιμάτινη λιμνούλα.
«Σε αυτό το σημείο τον βρήκατε;» ρωτάει, ενώ κοιτάζει τη θολή αντανάκλασή του.
«Ναι», ακούει την ξεψυχισμένη φωνή της Αντωνίου.
Σηκώνει τα μάτια και τα καρφώνει πάνω της.
«Θα σας παρακαλούσα να μιλάτε πιο δυνατά», λέει με ύφος στεγνό, «υπηρεσιακό», και ύστερα, χωρίς να γυρίσει προς τον Δρίβα: «Κλείσε την πόρτα, υπομοίραρχε, και ξεκίνα να ψάχνεις, δεν έχουμε καιρό για χάσιμο».
Ο νέος άνδρας τα χάνει προς στιγμήν, αλλά υπακούει χωρίς να βγάλει άχνα.
«Ψάξε και στα ρούχα του», συνεχίζει στον ίδιο τόνο ο παλαίμαχος αστυνομικός. «Λοιπόν, δεσποινίς Αντωνίου, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Πού βρισκόσασταν τη στιγμή του πυροβολισμού;»
Έχει μπει τόσο πολύ στο πετσί του ρόλου του, ώστε το δεξί του φρύδι υψώνεται αυτομάτως.
«Πίναμε καφέ στο σαλόνι».
«Ποιοι;» εξαπολύει την επόμενη ερώτηση ο Τσιτούρης, προτού η γυναίκα προλάβει καλά καλά να ολοκληρώσει τη φράση της.
«Όλοι μαζί».
«Όλοι;»
Η Αντωνίου κομπιάζει· κάνει ολοφάνερη προσπάθεια να συγκεντρωθεί.
«Εκτός απ’ τον Μάκη, τον ανιψιό μου, που ήταν στην αυλή», απαντάει εντέλει.
«Είσαστε σίγουρη;»
«Φυσικά!» λέει εκείνη και σπεύδει να προσθέσει: «Ρωτήστε και τους άλλους!»
Ο Τσιτούρης αντιπαρέρχεται την προτροπή της και εξακολουθεί να τη βομβαρδίζει με απανωτές ερωτήσεις:
«Όταν ακούσατε τον πυροβολισμό, τρέξατε όλοι μαζί επάνω;»
«Ναι».
«Και το παιδί;»
«Το παιδί όχι. Εμείς οι άλλοι».
«Τι ακούσατε από μέσα;»
«Τίποτα. Γι’ αυτό σπάσαμε την πόρτα».
«Ποιοι;»
«Δεν κατάλαβα;»
«Ποιοι σπάσατε την πόρτα;»
«Ο αδερφός μου με τον γαμπρό μου».
«Δεν ακούσατε τίποτ’ άλλο;»
«Όχι».
«Είσαστε σίγουρη;»
«Μα ναι, αφού... δεν μπορούσε να μιλήσει...»
Ο ανακριτής παρατηρεί τη μάρτυρα ασκαρδαμυκτί· η έκφρασή του δείχνει πως δεν είναι ικανοποιημένος από την απάντησή της – ή μάλλον, ότι καμία απάντηση δεν πρόκειται να τον ικανοποιήσει πλήρως.
Η Αντωνίου σαστίζει. Μόνο όταν το τρομαγμένο βλέμμα της πέφτει κατά τύχη πάνω στον αναποδογυρισμένο καθρέφτη, ησυχάζει κάπως.
«Α, το ξέχασα!» λέει τότε. «Ακούσαμε τζάμια να σπάνε· πιο πριν».
«Πότε; Γίνετε πιο σαφής!»
«Λίγο μετά τον πυροβολισμό».
«Πόσο λίγο; Αμέσως;»
«Όχι ακριβώς...»
«Είχατε αρχίσει ν’ ανεβαίνετε τη σκάλα;»
«Είχαμε... σηκωθεί όρθιοι και κοιτιόμασταν. Αναρωτιόμασταν τι ήταν αυτός ο θόρυβος, δεν καταλάβαμε στην αρχή πως ήταν πυροβολισμός».
«Δηλαδή, μετά από πέντε, δέκα δευτερόλεπτα;»
«Μάλλον...»
«Μήπως ξεχάσατε να μου πείτε και τίποτ’ άλλο;»
«Όχι».
Ο Τσιτούρης της γυρίζει την πλάτη. Με τα χέρια πλεγμένα πίσω, πλησιάζει τον καθρέφτη.
Κάνει απότομα μεταβολή και ρωτάει:
«Εκτός απ’ αυτά εδώ» - δείχνει τα συντρίμμια και τις πιτσιλιές -, «προσέξατε κάτι ασυνήθιστο όταν μπήκατε εδώ μέσα;»
«Σαν τι;» απορεί η γυναίκα.
«Έλειπε τίποτα; Υπήρχε κάτι που δεν το είχατε ξαναδεί; Κάτι σε διαφορετική θέση; Προσέξτε, είναι σημαντικό!»
«Το πιστόλι του ήταν πεσμένο εκεί που είστε τώρα».
Ο Τσιτούρης αφήνει να περάσουν λίγες – ελάχιστες - στιγμές και ξαναρχίζει το σφυροκόπημα:  
«Σε τι στάση τον βρήκατε;»
«Ήταν... κουλουριασμένος...»
«Σαν έμβρυο;»
«Ναι...»
«Μιλήστε πιο δυνατά! Τι κάνατε μόλις τον είδατε;»
«Έτρεξα κοντά του. Προσπάθησα να τον σηκώσω. Φώναζα, ούτε θυμάμαι τι -»
«Φοβηθήκατε;»
Η Αντωνίου αρχίζει να τρίβει νευρικά τα χέρια της.
«Ναι, φυσικά...»
«Έχανε πολύ αίμα;»
«Πάρα πολύ».
«Κι έπειτα ο αδερφός σας πήρε το πτώμα και το έβαλε στο αυτοκίνητό του;»
«Ζούσε ακόμα!» γουρλώνει τα μάτια η Αντωνίου· η φωνή της είναι αγνώριστη, έτοιμη να «σπάσει».
Έτοιμη να «σπάσει» νιώθει ο πολύπειρος ανακριτής πως είναι και η ίδια η ύποπτη. Απευθύνεται αιφνιδίως στον Δρίβα:
«Βρήκες τίποτα;»
«Όχι, κύριε Τσιτούρη. Δεν υπάρχει σημείωμα», του δίνει αναφορά ο υπομοίραρχος.
«Ο πατέρας σας είχε κάνει απόπειρα αυτοκτονίας στο παρελθόν;» ρωτά τώρα την Αντωνίου, που έχει ζαρώσει και έχει σκύψει το κεφάλι.
«Όχι».
«Είχε εκδηλώσει ποτέ την επιθυμία να πεθάνει;»
«Όχι σ’ εμένα», απαντά η γυναίκα, ενώ ένα δάκρυ κυλάει στο αριστερό μάγουλό της.
«Πώς εξηγείτε το γεγονός ότι δεν άφησε σημείωμα;» συνεχίζει ασυγκίνητος ο ανακριτής.
Η Αντωνίου σηκώνει έκπληκτη το κεφάλι.
«Μα εσείς δεν είπατε πριν ότι -;»
«Αφήστε τι είπα μπροστά στους άλλους!» αγριεύει ο Τσιτούρης. «Τώρα μιλάμε οι δυο μας! Εσείς τον ξέρατε καλύτερα απ’ όλους. Δώστε μου μία λογική εξήγηση! Γιατί δεν άφησε δυο λόγια στα παιδιά του, προτού πατήσει τη σκανδάλη; Δεν είχατε καλές σχέσεις;»
«Μπορεί να ήταν ατύχημα...»
«Αλλού αυτά! Ξέρετε πως δεν ήταν ατύχημα! Ξαναρωτώ: αν αυτοκτόνησε, γιατί δεν άφησε σημείωμα;»
Η Αντωνίου βάζει τα κλάματα.
«Δεν ξέρω... δεν ξέρω...» ψελλίζει, ενώ το σώμα της τραντάζεται από τα αναφιλητά. Κρύβει το πρόσωπό της μέσα στα χέρια της. «Συγγνώμη, δεν μπορώ», λέει στο τέλος και φεύγει τρέχοντας από την κάμαρα.
Ο Δρίβας κάνει ενστικτωδώς ένα βήμα μπροστά για να τη σταματήσει, βλέπει όμως τον Τσιτούρη να μένει ακίνητος σαν άγαλμα και, φυσικά, τον μιμείται.
Αυτό που δεν βλέπει – ούτε μπορεί να το φανταστεί - είναι ότι ο υποδειγματικός ανακριτής τον οποίο προ ολίγου είχε τη σπάνια τύχη να θαυμάσει επί το έργον, «έσπασε» κατά την ανάκριση.

Ο Τσιτούρης κάθεται στην καρέκλα, όπου πριν ήταν στοιβαγμένα μερικά ρούχα του νεκρού (ο Δρίβας τα είχε ρίξει στο κρεβάτι, όσο έψαχνε για το ανύπαρκτο σημείωμα), και βυθίζεται στην εσωτερική του δίνη. Με χείλη σφιγμένα και άδειο βλέμμα, αναλογίζεται το τραγικό σφάλμα στο οποίο υπέπεσε πριν από λίγο. Αυτό του φέρνει στον νου και άλλα, παρόμοια σφάλματα του παρελθόντος. Μια μακριά σειρά από πρόσωπα εμφανίζεται μέσα από τον σκοτεινό θάλαμο της φωτογραφικής του μνήμης.
Όσο εκείνος ξεφυλλίζει νοερά το μαύρο λεύκωμά του, ο ανυποψίαστος υπομοίραρχος, που νομίζει ότι ο Τσιτούρης μελετά την υπόθεση, στέκει βουβός και αμήχανος λίγο πιο ’κεί, ώστε να μη διαταράξει τον ειρμό των σκέψεων του πεπειραμένου αστυνομικού.
Δεν καταφέρνει, ωστόσο, να παίξει για πολλήν ώρα τον ρόλο του αδρανούς παρατηρητή. Δεν τον αφήνουν η νεανική του ανυπομονησία και ο άσκεπτος, άκρατος ενθουσιασμός του για την επιβεβαίωση των αρχικών υπονοιών του – αναμφίβολη, κατά τη γνώμη του, μετά την άτακτη φυγή της Αντωνίου -, δηλαδή για την πρώτη σημαντική επιτυχία της καριέρας του!   
Διπλώνεται λοιπόν πάνω από τις μακάβριες πιτσιλιές και αρχίζει να τις περιεργάζεται από κοντά. Προσέχοντας πού πατάει, καλύπτει την απόσταση από τον σπασμένο καθρέφτη ώς τη μεγάλη κηλίδα και πάλι πίσω. Ύστερα ξανατεντώνει το ευλύγιστο κορμί του, σμίγει τα φρύδια και πιάνει το καλοξυρισμένο πηγούνι του.
Με την άκρη του ματιού βλέπει τον Τσιτούρη να έχει γυρίσει προς το μέρος του.
Νομίζοντας – εσφαλμένα - πως ο απόστρατος τον κοιτάζει, παίρνει το θάρρος να μιλήσει:
«Από τις κηλίδες του αίματος και απ’ το σημείο, όπου βρέθηκε η σφαίρα, προκύπτει ότι στεκόταν κάπου εδώ, μπροστά στον καθρέφτη, όταν πυροβολήθηκε. Κατόπιν πήγε να στηριχθεί απ’ τον καθρέφτη και τον γκρέμισε, με το τζάμι προς τα κάτω. Έπεσε κι ο ίδιος… κι ύστερα σύρθηκε ίσαμε ’κεί που τον βρήκανε. Να, βλέπετε; Φαίνονται ολοκάθαρα τα σημάδια από τις ματωμένες του παλάμες».  
Ο Τσιτούρης παραμένει προσηλωμένος στο κενό.
Ο άλλος δεν το αντιλαμβάνεται και προχωρεί ακάθεκτος:  
«Αν δεχθούμε λοιπόν πως δεν είναι όλοι στο κόλπο...»
«Πώς το ’πες αυτό;» επανέρχεται απότομα στον υλικό κόσμο ο Τσιτούρης. «Όλοι στο κόλπο;» 
«Ναι, όπως σ’ εκείνη την ταινία με το Οριάν Εξπρές, όπου όλοι οι επιβάτες του τραίνου ήταν συνεννοημένοι και λέγαν ψέματα;! Την έχετε δει;»
Αυτή η ερώτηση φέρνει ξανά στον νου του ηλικιωμένου άνδρα τη μακαρίτισσα τη γυναίκα του, που η μοναδική της διασκέδαση ήταν το σινεμά· αίφνης, νιώθει τύψεις για όσες φορές τής το είχε στερήσει, επειδή δεν άδειαζε ή βαριόταν να βγει έξω.
«Όχι», απαντά κοφτά.
«Εγώ έχω διαβάσει και το βιβλίο!»
«Διαβάζεις αστυνομικά μυθιστορήματα;»    
«Είμαι φανατικός αναγνώστης!» δηλώνει με ελαφρά συστολή ο υπομοίραρχος.
Περιμένει κάποιο σχόλιο, το οποίο δεν έρχεται.
«Απλή εξήγηση, η απλούστερη, αλλά πολύ παρατραβηγμένη», αιτιολογεί μετά την παύση την αρχική του παραδοχή. «Υπάρχουν όμως και άλλες!» προσθέτει τάχιστα. «Ο φόνος να έγινε πριν κλειδωθεί το δωμάτιο! Απ’ όσο ξέρω, αυτή είναι η πιο συνηθισμένη μέθοδος· καλή ώρα όπως στην υπόθεση της πρωταγωνίστριας, που λέγαμε! Ταιριάζει κι εδώ».
Ο Τσιτούρης τον κοιτάζει με έκδηλη απορία.
«Δηλαδή», εξηγεί ο φουριόζος νέος, «μπορεί ο δράστης να μπήκε μέσα, να πυροβόλησε το θύμα και φεύγοντας να κλείδωσε την πόρτα. Εμείς το κλειδί το βρήκαμε στην τσέπη του θύματος – το ελέγξαμε, αυτό ήταν. Μπορεί όμως εκεί να το έβαλε ο δράστης εκ των υστέρων. Ή να είχε κλειδώσει με δεύτερο κλειδί. Ο πυροβολισμός που ακούστηκε, μπορεί να ήταν μια στρακαστρούκα. Για τον καθρέφτη, δεν αλλάζει κάτι: τον έριξε κάτω το τραυματισμένο θύμα».
«Και τον πραγματικό πυροβολισμό δεν τον άκουσε κανείς;»
«Πιθανόν ο δράστης να χρησιμοποίησε σιγαστήρα».
«Σιγαστήρα σε περίστροφο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου;»
«Ή να κάλυψε το στόμιο της κάννης μ’ ένα μαξιλάρι, το οποίο πήρε μαζί του. Τα υπολείμματα απ’ τη στρακαστρούκα, εννοείται, τα εξαφάνισε όταν ξαναμπήκε στο δωμάτιο μαζί με τους άλλους. Υπάρχει και η άλλη περίπτωση, βέβαια: ο φόνος να έγινε αφού μπήκαν όλοι στο δωμάτιο!»
Ο Τσιτούρης μένει ενεός.
Ο οιστρήλατος υπομοίραρχος παρερμηνεύει αυτήν την αντίδραση και συνεχίζει κολακευμένος το «ρεσιτάλ» του:
«Ναι, μπορεί ο Αντωνίου να είχε βγάλει για κάποιον λόγο το όπλο... απ’ όπου το είχε κρύψει τέλος πάντων. Δεν αποκλείεται να σκόπευε ν’ αυτοκτονήσει! Τον έπιασε όμως ζαλάδα ή κάπου σκόνταψε, οπότε πήγε να στηριχθεί από τον καθρέφτη, τον έριξε χάμω, έπεσε κι ο ίδιος και τον κόψανε τα γυαλιά. Όταν τον βρήκαν οι άλλοι ήταν κουλουριασμένος, με τα ματωμένα χέρια του πάνω στην κοιλιά του. Επομένως, φαινόταν σαν να είχε τραυματιστεί στην κοιλιά, και όλοι οι μάρτυρες, βλέποντας το περίστροφο, συμπέραναν πως ο κρότος που είχαν ακούσει προηγουμένως ήταν πυροβολισμός· γι’ αυτό στην αρχή αμφέβαλλαν, δεν ήταν! Εν συνεχεία ο δράστης, πάνω στην αναμπουμπούλα, βρίσκει την ευκαιρία κάποια στιγμή που οι άλλοι έχουν βγει από το δωμάτιο, και τον πυροβολεί εκεί ακριβώς, στην κοιλιακή χώρα -»
«Τι είν’ αυτά που λες;!»
Η φωνή του Τσιτούρη, αν και όχι δυνατή, κόβει ακαριαία με την αυστηρότητά της τη φόρα του Δρίβα. Περνούν κάμποσα δευτερόλεπτα μέχρι ο τελευταίος να ξανανοίξει το στόμα του και να πει, με ύφος νεοσυλλέκτου τώρα:
«Απαριθμώ τα ενδεχόμενα...»
«Είσαι με τα καλά σου; Κατ’ αρχάς, ποιος σου είπε ότι πρόκειται για φόνο;» τον ρωτάει ο βλοσυρός βετεράνος.
«Εσείς δεν πιστεύετε ότι πρόκειται για φόνο;» εκπλήσσεται ο άλλος.  
«Είπα κάτι τέτοιο;»
«Ό... όχι, αλλά από την ανάκριση φάνηκε ότι αυτή η γυναίκα κάτι κρύβει... Επομένως, ή είναι ένοχη η ίδια ή καλύπτει κάποιον απ’ τους άλλους».
«Πού το κατάλαβες ότι κάτι κρύβει;» 
«Την πιέσατε και “έσπασε”. Είχε στριμωχτεί, γι’ αυτό έφυγε τρέχοντας».
Ο Τσιτούρης κλείνει τα μάτια και τρίβει τον δεξιό του κρόταφο, προσπαθώντας να ανακουφιστεί από έναν ξαφνικό οξύ πόνο.  
Ο Δρίβας τον κοιτάζει προβληματισμένος.
«Κάνω λάθος;» ρωτάει διστακτικά, όταν ο ηλικιωμένος άνδρας κατεβάζει το χέρι και ανοίγει πάλι τα μάτια.
«Όχι, δεν κάνεις λάθος!» απαντά εκείνος νευριασμένος – με τον εαυτό του. «Εγώ έκανα λάθος, από κεκτημένη ταχύτητα!»
“Το τελευταίο μου”, σκέφτεται, μα δεν το λέει φωναχτά.
«Συγγνώμη, κύριε Τσιτούρη, αλλά μπερδεύτηκα», ομολογεί ο υπομοίραρχος. «Τελικώς, είναι φόνος ή δεν είναι;»
«Δεν είναι».
«Και η αντίδραση της Αντωνίου; Αν δεν είχε τίποτα να φοβηθεί, γιατί έφυγε σαν κυνηγημένη;»
«Δεν είναι προφανές; Εμένα φοβήθηκε! Την τρόμαξα τη γυναίκα!»
«Α!» κάνει ο άλλος, αν και το ύφος του δείχνει ότι δεν έχει καταλάβει ποια η διαφορά της εκδοχής του Τσιτούρη από τη δική του.
«Ήταν φοβισμένη απ’ την αρχή, αφ’ ότου ήρθαμε».
«Αυτό λοιπόν δεν δείχνει -;»
«Ασφαλώς όχι! Υπάρχουν και άλλοι λόγοι για να φοβάται κανείς την αστυνομία».
«Να έχει διαπράξει στο παρελθόν άλλο αδίκημα; Να μη θέλει να βγει στη φόρα κάποιο οικογενειακό μυστικό;»
«Ποιο μυστικό; Όλο το χωριό το ξέρει ότι ο πατέρας της αυτοκτόνησε!»
«Μήπως όμως εκείνη νομίζει ότι κάποιος τον σκότωσε; Ότι ένα αγαπημένο της πρόσωπο είναι ο δολοφόνος, και γι’ αυτό φοβήθηκε;»
«Όχι, ξέρει ότι δεν υπάρχει δολοφόνος».
«Τότε τι φοβήθηκε; Δεν σας παρακολουθώ...»
«Να σ’το κάνω λιανά, λοιπόν», λέει ο Τσιτούρης, χωρίς να κρύβει την απογοήτευσή του για την εθελοτυφλία του νεαρού. «Έχεις την εντύπωση πως όλοι οι συνάδελφοί σου κάνουν καλά τη δουλειά τους;»
Ο Δρίβας δεν πιστεύει στ’ αυτιά του.
«Τι θέλετε να πείτε;»
«Πού ζεις, παιδάκι μου; Στη Χαβάη 5-0; Πολύς κόσμος δεν μας εμπιστεύεται, και όχι άδικα, αυτό θέλω να πω. Με γνώριζε κι από πριν η γυναίκα, ώστε να ξέρει τι την περιμένει;»
Ο υπομοίραρχος έχει ύφος ανθρώπου που τον έχουν θίξει προσωπικά.
«Τα κρούσματα διαφθοράς στους κόλπους των Σωμάτων Ασφαλείας είναι ελάχιστα -»
«Άσε τα μεγάλα λόγια, να χαρείς!» τον κόβει ο απόστρατος αξιωματικός. «Δεν μιλάω γι’ αυτά που καταδικάζει η Υπηρεσία, αλλά για εκείνα που δικαιολογεί: κατάχρηση εξουσίας, βία, βλακεία, προκατάληψη, ευθυνοφοβία, αυστηρά πειθαρχία...»
«Κακό πράγμα είναι η πειθαρχία;»
«Ενίοτε ναι!»
«Σε ποιες περιπτώσεις δηλαδή;»
«Στην περίπτωση της πρωταγωνίστριας, παραδείγματος χάριν! Θυμάσαι που σου είπα ότι ο βιομήχανος ομολόγησε λίγο προτού αυτοκτονήσει;»
«Ναι».
«Άρα...;»
«Άρα;» επαναλαμβάνει απορημένος ο Δρίβας.
«Άρα, δεν ομολόγησε στην ανάκριση! Ελπίζω να μη φαντάστηκες ότι θ’ άφηνα ποτέ κρατούμενο να αυτοκτονήσει! Δεν ομολόγησε σ’ εμένα, αλλά σε ένα γνωστό μου δημοσιογράφο. Εγώ δεν τον ανέκρινα καν! Αυτό δεν σου κάνει εντύπωση;»
«Υποθέτω, δεν θα είχατε αποχρώσες ενδείξεις...»
«Εσείς είχατε αποχρώσες ενδείξεις για τον αγρότη που πυροβόλησε τον γείτονα, όταν τον πήρατε για ανάκριση; Απλώς, δεν υπήρχε άλλος ύποπτος! Έτσι κι εγώ, δεν είχα καμία αμφιβολία πως εκείνος ήταν ο ένοχος, αλλά μου απαγόρευσαν να τον ανακρίνω! Ο προϊστάμενός μου με πληροφόρησε ότι ο κ. Υπουργός θα δυσαρεστείτο εάν επίεζα τον πολιτικό του φίλο και υποστηρικτή. Το μόνο που μου επετράπη να κάνω, ήταν να βάλω να παρακολουθούν διακριτικά τις κινήσεις του. Με εννόησες τώρα;»
«Δεν πήγε το μυαλό μου...»
«Μα αυτή είναι η δουλειά σου, άνθρωπέ μου, να πηγαίνει παντού το μυαλό σου! Να μια καλή συμβουλή, αν θες να με ακούσεις. Βλέπεις λοιπόν; Η υπόθεση που τόση εντύπωση σου έκανε, η δήθεν “μεγάλη επιτυχία μου”, ήταν στην πραγματικότητα ένα φιάσκο, αφού ο βιομήχανος αυτοκτόνησε».
«Κατάλαβα... Κρίμα βέβαια, αλλά στο κάτω κάτω της γραφής ήταν δολοφόνος…»
«Τι κατάλαβες; Το αντίθετο λέω, ότι μου ξέφυγε! Δεν τον λυπάμαι· η αυτοκτονία ήταν γι’ αυτόν η εύκολη λύση, γλύτωσε τον διασυρμό!»
Το ανοιχτό στόμα του Δρίβα, αν και βουβό, είναι αρκούντως εύγλωττο.
«Και μιας και το ανέφερα, μπορεί η Αντωνίου να φοβήθηκε και για πολιτικούς λόγους».
«Όχι δα, κύριε Τσιτούρη, πάνε πια εκείνες οι εποχές!» αντιτείνει με βεβιασμένο χαμόγελο ο νέος αξιωματικός. «Έχουν καταργηθεί τα... πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων και τα λοιπά», συμπληρώνει, προσέχοντας τη διατύπωσή του, ώστε να μη δώσει την εντύπωση πως νοσταλγεί «εκείνες» τις εποχές, διότι με όλα όσα ακούει, δεν αναγνωρίζει πλέον το είδωλό του. «Άλλωστε η οικογένεια Αντωνίου ποτέ δεν είχε τέτοιου είδους προβλήματα με τον Νόμο».
«Το ότι άλλαξε ο νόμος, δεν σημαίνει ότι άλλαξαν και οι εκπρόσωποί του», ανταπαντά σε κλάσμα δευτερολέπτου ο Τσιτούρης και προσθέτει απρόσμενα: «Λοιπόν, πάμε να φύγουμε, πολύ κάτσαμε εδώ πέρα!»
«Να φύγουμε;»
«Τι άλλο να κάνουμε εδώ;»
«Και η λύση του μυστηρίου;»
«Η λύση του μυστηρίου; Άλλη μια συμβουλή θα σου δώσω, παιδί μου: βρες κάτι πιο εποικοδομητικό από τα αστυνομικά μυθιστορήματα για να περνάς την ώρα σου. Λύνε σταυρόλεξα καλύτερα, που ακονίζουν τον νου!»
Η ειρωνεία δεν γίνεται αντιληπτή από τον Δρίβα, που επιμένει:
«Δηλαδή το θύμα αυτοκτόνησε;»
«Ας πούμε ότι προκάλεσε ο ίδιος τον θάνατό του».
«Επομένως, δεν ήταν ατύχημα».
«Ήταν».
«Μα τι ακριβώς συνέβη; Ξέρετε;»
«Ξέρω... είναι μεγάλη κουβέντα. Μαντεύω. Έπρεπε να το έχω μαντέψει με το που μπήκαμε στο δωμάτιο, αλλά με τύφλωσε ο υπερβάλλων ζήλος μου», κλείνει τη συζήτηση ο κατηφής πρώην αστυνομικός, σηκώνεται από την καρέκλα με έναν αναστεναγμό πόνου, και κατευθύνεται προς την πόρτα.
Θέλοντας και μη, ο Δρίβας τον ακολουθεί. Επιβραδύνει αναλόγως το βήμα του, ώστε να υπάρχει απόσταση ανάμεσά τους, όχι από σεβασμό όπως πριν, αλλά από αβεβαιότητα. Δεν ξέρει τι να περιμένει από τον Τσιτούρη. Εύχεται μόνο να μη συνεχίσει το ίδιο βιολί μπροστά στην οικογένεια και τον εκθέσει στην Υπηρεσία. Δεν έπρεπε να τον είχε φέρει εκεί – αλλά πώς μπορούσε να προβλέψει τέτοια αλλόκοτη συμπεριφορά; Ου γαρ έρχεται μόνον… σκέπτεται ο νεαρός αξιωματικός.
Η οικογένεια Αντωνίου, συμπεριλαμβανομένου και του ανήλικου μέλους της, βρίσκεται συγκεντρωμένη στο σαλόνι. Ο Τσιτούρης πλησιάζει την Ελένη Αντωνίου, η οποία κάθεται απομονωμένη σε μια γωνιά και δεν αντιδρά καθόλου στην παρουσία του, σαν να μην τον βλέπει. Η έκφρασή της δεν αλλάζει ούτε όταν ο ανακριτής της σκύβει και, εντελώς αντικανονικά, της ψιθυρίζει κάτι στο αυτί.
Ο Δρίβας κρατάει την ανάσα του.
«Εμείς φεύγουμε τώρα», ανακοινώνει έπειτα ο Τσιτούρης εις επήκοον όλων. «Θα φροντίσω η σορός του πατέρα σας να σας παραδοθεί σήμερα κιόλας. Έτσι, υπομοίραρχε;»
«Μάλιστα», απαντά εκείνος στην αναρμόδιο αρχή με ύφος πειθήνιο – αντίδραση καθαρά αντανακλαστική.
Ο Τσιτούρης στρέφεται ξανά προς την Αντωνίου.
«Ζητώ συγγνώμη για την αναστάτωση που σας προκαλέσαμε, ιδίως σ’ εσάς, δεσποινίς. Και πάλι, τα θερμά μου συλλυπητήρια», λέει και αποχωρεί με το κεφάλι ψηλά και το καπέλο στο χέρι, προς μεγάλη ανακούφιση του υπομοίραρχου.
Οι δύο εκπρόσωποι του Νόμου, ο τέως και ο νυν, βγαίνουν έξω. Ο δεύτερος βάζει τα σκούρα γυαλιά του, ο πρώτος παραμένει ασκεπής.
Μπαίνουν στο αυτοκίνητο. Ο Δρίβας κάνει στροφή επί τόπου, προς τη θάλασσα.
Για λίγα λεπτά κανείς τους δεν μιλάει. Το κενό γεμίζει η μηχανή του αυτοκινήτου που μουγκρίζει μονότονα και τα τζιτζίκια που γιορτάζουν το μοναδικό καλοκαίρι της ζωής τους.
Λίγο πριν από το τέλος της διαδρομής ο Τσιτούρης ρωτά, με το βλέμμα στραμμένο πάντοτε μπροστά:
«Γιατί διάλεξες αυτό το επάγγελμα, υπομοίραρχε;»
Ο Δρίβας καθυστερεί ελάχιστα να απαντήσει σε αυτό το εκ πρώτης όψεως ξεκάρφωτο ερώτημα:
«Οικογενειακή παράδοση... σας το είπα και πριν, ο μακαρίτης ο πατέρας μου ήταν ενωμοτάρχης. Κυρίως όμως ήθελα να προσφέρω -»
«Εγώ μπήκα με μέσον», τον διακόπτει συνοφρυωμένος ο Τσιτούρης. «Ήταν μια εξασφάλιση. Πίστευα, βέβαια, κι εγώ στην “εξυγιαντική” αποστολή της αστυνομίας. Εξουδετερώναμε τα εγκληματικά στοιχεία, για να μη μολύνουν το υγιές σώμα της κοινωνίας. Οι μαχαιροβγάλτες και τ’ άλλα αποβράσματα του λιμανιού – στον Πειραιά υπηρετούσα τότε – ήταν η αρρώστια, και εμείς το φάρμακό της... Τέτοια πομπώδη ιατρική ορολογία χρησιμοποιούσαμε εκείνα τα χρόνια, πριν τον πόλεμο. Βλακείες! Καθόλου αθώες όμως! Το κατάλαβα στην Κατοχή, όταν διαλύθηκαν τα πάντα· μαζί με την κοινωνία, την οποία, υποτίθεται, προστατεύαμε, και οι ψευδαισθήσεις μου. Όταν βρίσκεσαι τόσο κοντά στον θάνατο... Τέλος πάντων! Καθένας αντιδρά διαφορετικά. Εγώ δεν... δεν αντέδρασα, για να κυριολεκτούμε· κάτι όμως άλλαξε μέσα μου. Σκέφτηκα πως αυτό που ώφειλα να κάνω εις το εξής, το μοναδικό καθήκον που είχε νόημα εντέλει, ήταν να υπερασπίζομαι με τις μικρές μου δυνάμεις τα αθώα, ανυπεράσπιστα θύματα. Βρήκα, με άλλα λόγια, τον επαγγελματικό προσανατολισμό μου! Γι’ αυτό αργότερα, όταν απέκτησα κάποια εξουσία, επεδίωξα ν’ ασχοληθώ με τα εγκλήματα κατά της ζωής: το θύμα ενός φόνου είναι το κατεξοχήν ανυπεράσπιστο θύμα. Επιπλέον, στον φόνο υπάρχει ηθική σαφήνεια. Αυτό το λέω, γιατί με τα χρόνια είδα πως τα όρια μεταξύ θύτη και θύματος δεν είναι πάντοτε ξεκάθαρα, σε αντίθεση με ό,τι πίστευα αρχικώς, επηρεασμένος από τα χρόνια της Κατοχής. Στις υποθέσεις που ανελάμβανα εγώ όμως, αυτή η περίπτωση ήταν η εξαίρεση. ...Τι έλεγα; Α ναι, για το θύμα! Ένιωθα σαν εκπρόσωπός του, σκεπτόμουν ότι από εμένα περίμενε τη δικαίωσή του: να φέρω, δηλαδή, την αλήθεια στο φως και τον εγκληματία ενώπιον της Δικαιοσύνης, για να κριθεί και να τιμωρηθεί δεόντως. Μόνο έτσι θα μετριαζόταν κάπως και ο πόνος των οικείων του νεκρού· κι αυτοί θύματα ήσαν του ιδίου εγκλήματος. Ευγενής σκοπός... αν και τα μέσα, μόνο αγιασμένα - τέλος πάντων! Άλλο ήθελα να πω».
Ο Δρίβας, απηυδισμένος, αναρωτιέται πότε επιτέλους ο Τσιτούρης θα πει αυτό που ήθελε να πει – έχουν φτάσει σχεδόν στα ιαματικά λουτρά.
«Το θέμα είναι ότι κορόιδευα τον εαυτό μου – είμαι πολύ κακός ανακριτής, τελικά· ή πολύ καλός ψεύτης».
«Ορίστε;» απορεί ο υπομοίραρχος.
«Τώρα, εκ των υστέρων, συνειδητοποιώ πως οι αγαθές προθέσεις μου δεν έγιναν ποτέ πράξη. Στην πράξη, τα αθώα θύματα δεν ήσαν για μένα παρά υποθέσεις προς διεκπεραίωση και οι δυστυχείς οικείοι τους πιθανοί μάρτυρες ή ύποπτοι... Μετά το κλείσιμο της υποθέσεως έπαυαν να υπάρχουν. Τι και αν τα πρόσωπά τους έμεναν χαραγμένα στη μνήμη μου; Ο πόνος τους δεν με άγγιζε. Εκεί όπου υπήρχε μια τραγωδία, εγώ έβλεπα ένα αίνιγμα. Το μόνο πράγμα που με συγκινούσε αληθινά στη δουλειά μου ήταν η διανοητική πρόκληση: δεν μπορούσα να ανεχθώ το παραμικρό σκοτεινό σημείο, με ενοχλούσαν τα αναπάντητα ερωτήματα! Αν δεν έβρισκα όλες τις απαντήσεις, δεν έβρισκα ησυχία. Όσο πιο πολύπλοκη δε ήταν μία υπόθεση, τόσο πιο πολύ το έβαζα πείσμα να τη διαλευκάνω! Λοιπόν, ναι... ο υψηλός σκοπός ήταν ένα άλλοθι· το ταπεινό μου ελατήριο ήταν να λύνω γρίφους και μυστήρια. Αυτό έδινε νόημα στη δουλειά μου, η οποία έδινε νόημα στη ζωή μου. Και έτσι πέρασε η ζωή μου, προτού καλά καλά το καταλάβω...»
Ο Δρίβας σταματάει το αυτοκίνητο στην προκυμαία, παράλληλα με τον κυματοθραύστη, κοντά στο σημείο όπου ήταν παρκαρισμένο το πρωί. Σβήνει τη μηχανή.  
«Κακό είναι να θέλει κανείς να βρει την αλήθεια;» ρωτά ευθέως.
«Ποια αλήθεια;»
«Τα... γνωστά: τον δράστη, το κίνητρο, τον τρόπο -»
«Εκεί εσένα ο νους σου! Αυτά είναι γεγονότα, όχι η αλήθεια».
«Ποια είναι η διαφορά;»
«Δεν εκφράσθηκα καλά», παραδέχεται ο Τσιτούρης.
Το βλέμμα του πλανιέται για λίγο στη γυαλιστερή επιφάνεια της θάλασσας.
«Έχεις σκεφθεί ποτέ τι μυστήριο πράγμα είναι η ζωή, υπομοίραρχε;» λέει αναπάντεχα, γυρίζοντας πάλι προς τα εμπρός. «Τι ξέρουμε γι’ αυτήν; Ποιος είναι ο λόγος που ζούμε; Γιατί να πεθαίνουμε; Πλέουμε μέσα στην απεραντοσύνη της νύχτας χωρίς πυξίδα, και κάποια στιγμή η σκοτεινή θάλασσα σηκώνει ένα κύμα και… μετά, τι;»
«Κύριε Τσιτούρη», κάνει ο Δρίβας, «αυτά είναι μεταφυσικά ερωτήματα!» Ακούγεται σοκαρισμένος.
«Απολύτως φυσικά είναι· γιατί ζούμε στο σκοτάδι, παιδί μου».
Ο άλλος βγάζει τα γυαλιά του και συγχρόνως γνέφει ότι συμφωνεί, για να τελειώνει μ’ αυτό.
«Ίσως κάποτε η επιστήμη δώσει απάντηση...»
«Δεν κάνει θαύματα η επιστήμη», αναστενάζει ο Τσιτούρης, ενώ μέσα στο μυαλό του η γυναίκα του σιγολιώνει αβοήθητη σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου.
Ο Δρίβας προσπαθεί να επαναφέρει την κουβέντα στον «σωστό» δρόμο.
«Δίκιο έχετε! Αυτά τα μυστήρια κανένας δεν μπορεί να τα λύσει. Εμείς όμως μιλούσαμε για αστυνομικά μυστήρια, που κανένας δεν μπορούσε να λύσει, εκτός από εσάς! Για δολοφόνους, που αν δεν ήσαστε εσείς, θα κυκλοφορούσαν ακόμη ελεύθεροι! Έχετε προσφέρει τα μέγιστα στην κοινωνία, αυτό έχει σημασία. Πρέπει να είστε περήφανος για τον εαυτό σας!»
«Ήμουνα... δυστυχώς!»
«Δυστυχώς, γιατί; Δεν καταλαβαίνω... Κακό είναι να περηφανεύεται κανείς επειδή κάνει καλά – άριστα – τη δουλειά του; Η οποία είναι χρήσιμη για όλους;»
«Άλλο εννοούσα: ήμουν αδικαιολόγητα υπερήφανος! Νόμιζα ότι τα ήξερα όλα, ενώ δεν ήξερα τι μου γίνεται».
«Ποια όλα;»
«Την κοινωνία πρώτα πρώτα! Τους κανόνες του παιχνιδιού! Τις κρυφές σκέψεις των ανθρώπων... τα ανομολόγητα μυστικά τους... Σκατά ήξερα!»
Ο Δρίβας - ο μοναδικός άνθρωπος που έχει ακούσει τον Τσιτούρη να βρίζει - μένει εμβρόντητος.
«Με τα αστυνομικά μυστήρια απασχολούσα το μυαλό μου, για να μη σκέφτομαι τα άλλα, τα σημαντικά. Έτσι θωράκιζα τον εαυτό μου απέναντι στη φοβερή αβεβαιότητα. Μέσα σ’ εκείνο το κλουβί, ένιωθα ασφαλής...»
Μετά από μία πολύ μεγάλη παύση, ο υπομοίραρχος ξαναβρίσκει τη μιλιά του.
«Γιατί μου τα λέτε όλ’ αυτά, κύριε Τσιτούρη;» τον ρωτάει.
Εκείνος τον κοιτάζει κατάματα· μόλις τώρα αντιλαμβάνεται πόσο παράξενος θα πρέπει να φαίνεται στον νεαρό.
«Επειδή σε συμπάθησα», του απαντάει με κάθε ειλικρίνεια. «Είσαι από καλή πάστα. Μου θυμίζεις λίγο και τα νιάτα μου... Να θυμάσαι όσα σου είπα· και αν δεν μπορέσεις να γίνεις καλύτερος αστυνομικός απ’ ό,τι ήμουν εγώ, ίσως τουλάχιστον γίνεις καλύτερος άνθρωπος!»
Δεν αναφέρει τον κυριότερο λόγο, ότι από τότε που έμαθε ότι θα έχανε τη μάχη με την αρρώστια που πριν από λίγα χρόνια είχε νικήσει και τη γυναίκα του, λαχταρούσε ν’ ανοίξει την καρδιά του σε κάποιον.  
Πιάνει το χερούλι της πόρτας.
«Κύριε Τσιτούρη! Μια στιγμή!» αντιδρά ο Δρίβας αστραπιαία, αν και ζαλισμένος από την τροπή της συζήτησης. «Έχετε βρει τη λύση;»
«Θα με βρει εκείνη...»  
«Ορίστε;»
«Α, για τον Αντωνίου λες! Ναι, ξεχάστηκα! Να σου πω τη λύση, να ησυχάσεις κι εσύ! Είχε αποφασίσει ν’ αυτοκτονήσει. Πήρε το περίστροφο, το γέμισε, όπλισε, και το έβαλε στον κρόταφό του. Δεν μπόρεσε όμως να πατήσει τη σκανδάλη. Για μερικούς ανθρώπους είναι πολύ δύσκολο ν’ αυτοκτονήσουν, ακόμη και αν βρίσκονται σε απελπιστική θέση... Λοιπόν. Κατέβασε το όπλο – όχι τον κόκκορα – και κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη. Ας αφήσουμε την ψυχολογική ανάλυση. Γεγονός είναι ότι πέταξε το όπλο με δύναμη πάνω στον καθρέφτη. Το όπλο εκπυρσοκρότησε και η σφαίρα τον πέτυχε στην κοιλιά. Γι’ αυτό τα χέρια του ήσαν καθαρά. Ο πυροβολισμός κάλυψε τον θόρυβο απ’ το σπάσιμο του καθρέφτη – το πρώτο σπάσιμο, γιατί ο καθρέφτης ξανάσπασε, όταν ο Αντωνίου πήγε να στηριχθεί επάνω του και τον έριξε στο πάτωμα. Τα υπόλοιπα τα ξέρεις».
Ο ηλικιωμένος άνδρας βγαίνει από το αυτοκίνητο. Αφού ξανακλείνει την πόρτα, σκύβει στο ανοιχτό τζάμι του συνοδηγού.
«Γεια σου, Δρίβα! Καλή σταδιοδρομία σού εύχομαι... και καλή ζωή», λέει και παίρνει τον δρόμο για το ξενοδοχείο του, έχοντας ολοκληρώσει την προτελευταία εξιχνίαση της ζωής του.