Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2014

ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΜΠΑΣΤΟΥΝΙΑ της ΤΙΤΙΝΑΣ ΔΑΝΕΛΛΗ

ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΜΠΑΣΤΟΥΝΙΑ
 Μυθιστόρημα της Τιτίνας Δανέλλη (2009)
 
 
 
Αν σκοπός της τέχνης είναι να παρουσιάσει την ανθρώπινη κατάσταση με τρόπο αισθητικά άρτιο – ό,τι κι αν σημαίνει η λέξη «αρτιότητα» κατά καιρούς και κατά τόπους, τότε ο καλλιτέχνης πρέπει να διαθέτει τεχνική και ευαισθησία: τεχνική για να εκφράσει με τα μέσα της δικής του τέχνης, όσο το δυνατόν πληρέστερα, το συμπέρασμα στο οποίο έχει καταλήξει για τα ανθρώπινα χάρη στην ευαισθησία του. Λέγοντας δε ευαισθησία, εννοώ την ικανότητα του καλλιτέχνη να συλλαμβάνει τους κραδασμούς, τα υπόγεια ρεύματα της κοινωνίας, τα οποία και επεξεργάζεται εν συνεχεία με την τεχνική, ώστε να δημιουργήσει το έργο του. Αν ο καλλιτέχνης δεν είναι ένας ανοικτός «δέκτης», το έργο του, όσο άρτιο και αν είναι αισθητικά, δεν θα αφορά παρά μόνο τη ματαιοδοξία του.
Για το αισθητικά άρτιο αποτέλεσμα του μυθιστορήματός σου, τα λόγια περιττεύουν: η ανάγνωσή του ήταν πραγματική απόλαυση για μένα – στην απόλαυση συμπεριλαμβάνω και τη συγκίνηση από τη συνάντηση Μάκη-Λουκίας-Αναρχίας. Ή μάλλον, για να είμαι ελικρινής, δεν περιττεύουν, απλώς εγώ δεν είμαι αρκετά καταρτισμένος ώστε να αναλύω ζητήματα μορφής.
Περνάω λοιπόν, στο περιεχόμενο: Τα τέσσερα μπαστούνια είναι, κατά τη γνώμη μου, μια σύνθεση, ένα μεικτό είδος, ένα ευτυχισμένο «ζευγάρωμα» του αστυνομικού αινίγματος με το κοινωνικοπολιτικό αστυνομικό. Η εξιχνίαση της μυστηριώδους εξαφάνισης της θείας Τζούλι ανήκει στο πρώτο είδος, το κλασικό whodunit, το οποίο, ως γνωστόν, αποτελεί γέννημα-θρέμμα του βρετανικού πολιτισμού. Εξού κι οι πρωταγωνιστές εδώ είναι βρετανοί, με όλα τα συμπαρομαρτούντα: Κρυψίνοια, μυστικές υπηρεσίες, καταπιεσμένα συναισθήματα που βρίσκουν διέξοδο στον φόνο, ο public servant που θυσιάζει ό,τι καλύτερο κρύβει μέσα του για να υπηρετήσει την Αυτοκρατορία και αναπληρώνει την πλήρη έλλειψη νοήματος στη ζωή του με το «παιχνίδι», το game, δηλ. το κυνήγι, τα σπορ, τις πολιτικές ίντριγκες, τα αστυνομικά αινίγματα κτλ. (Ο driver του άγγλου υπηκόου είναι το μπαστούνι του γκολφ του, χωρίς αυτόν θα κατέρρεε.) Ομολογώ πως δεν έχω διαβάσει καλύτερη περιγραφή της «βρετανικότητας» από τη δική σου. Για να χρησιμοποιήσω κι έναν αγγλισμό: Αν αυτή η εντελής περιγραφή δεν αποτελεί απόδειξη έκτακτης συναισθηματικής ευφυίας και ευαισθησίας, δεν ξέρω τι άλλο θα μπορούσε να αποτελέσει (απόδειξη κτλ).
Ή μάλλον ξέρω μια εξίσου ισχυρή απόδειξη: Την ανάλυση των γεγονότων του Δεκεμβρίου 2008, την οποία δίνεις χωρίς καμία αναφορά στα πραγματικά περιστατικά (όπως θα έκανε ένας δημοσιογράφος ή ένας ιστορικός), αλλά με τον τρόπο του καλλιτέχνη, που ούτε λέει, ούτε κρύβει, αλλά σημαίνει, που δεν δηλώνει ούτε διδάσκει, αλλά υποδηλώνει και θεραπεύει. Το ελληνικό σκέλος του μυθιστορήματος κινείται στο πεδίο του κοινωνικοπολιτικού αστυνομικού, γιατί το ζήτημα δεν είναι να λυθεί κάποιο ιδιωτικό «αίνιγμα», αλλά να αποτραπεί μια κοινωνική «ανάφλεξη». Και παρατηρούμε τα εξής καταπληκτικά: Το πρώτο θύμα της αστυνομικής βίας είναι γιος στενού φίλου του αρχηγού της αστυνομίας. Η εξεγερμένη νέα (η Αναρχία) είναι κόρη εκτός γάμου του αρχηγού της Αντιτρομοκρατικής και γαληνεύει, όταν συμφιλιώνεται με τον πατέρα της! Ο βραχύβιος αρχηγός της αστυνομίας σκοτώνεται όχι από χέρι εξεγερμένου νέου, αλλά από έναν δόλιο υφιστάμενό του, αποφασισμένο για όλα. Εδώ βρισκόμαστε πολύ μακριά από τις οικονομικές-αστυνομικές αναλύσεις του φαινομένου, μας τοποθετείς κατευθείαν στην καρδιά του ζητήματος: Ποιος μας δίδαξε ανθρωπιά; That is the question. Γιατί βρισκόμαστε στην Ελλάδα, όπου τον πρώτιστο ρόλο τον έχουν οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Το σχήμα απρόσωπη, κατασταλτική Εξουσία από τη μία και εξεγερμένη νεολαία από την άλλη, αποδεικνύεται απλό σχήμα, αναιρείται έμπρακτα από το ανθρώπινο αυτεξούσιο. Η «άλλη» πλευρά δεν είναι η αστυνομία, αλλά το Σύστημα, που τρέφεται από την εγωιστική, την αδηφάγο πλευρά ορισμένων, η οποία τους έχει παρασύρει ώστε να μην έχουν σχέση με κανέναν. Αυτή είναι η ρίζα του προβλήματος. Σχολιάζεις, επίσης, και τη δυνατότητα ενός κακόβουλου παράγοντα, ενός agent provocateur να πυροδοτεί με μεγάλη ευκολία ανάλογες εξελίξεις, σχόλιο χωρίς το οποίο, νομίζω, καμία ανάλυση των γεγονότων του Δεκέμβρη δεν μπορεί να είναι πλήρης. Με άλλα λόγια, αν κάποιος θέλει να καταλάβει τι ακριβώς συνέβη τον περασμένο Δεκέμβρη στην Αθήνα, εγώ θα του συνιστούσα να διαβάσει Τα τέσσερα μπαστούνια.
Όσο για το «ζευγάρωμα» αυτό καθ’ αυτό του βρετανικού αστυνομικού αινίγματος με το ελληνικό κοινωνικοπολιτικό αστυνομικό, νομίζω πως αν ο Βασίλης διαβάσει την τελευταία παράγραφο, θα καταλάβει γιατί χρειαζόταν: Για να δούμε με καθαρό βλέμμα κι εμείς μαζί με τον Τόμας τις διαφορές μιας νοοτροπίας (παγκόσμιας σήμερα) που δίνει την προτεραιότητα στην ασφάλεια του ατόμου (του τομαριού του), από μια άλλη που δίνει προτεραιότητα στην ελευθερία του ανθρώπου (να δεσμεύεται με τον συνάνθρωπό του, χωρίς τον οποίο δεν μπορεί να ζήσει), και να καταλάβει τη χρεωκοπία της πρώτης, αφού οδηγεί σε βίο αβίωτο. Για να δούμε τον Τόμας να ωριμάζει – όχι επειδή έμαθε την αλήθεια για τον θάνατο της θείας του, αλλά επειδή έμαθε την αλήθεια για τη ζωή της. Με άλλα λόγια, επειδή έμαθε ότι το κλειδί είναι η καρδιά.         
 
 
[18-10-2010, Δημοτική Αγορά Κυψέλης]

ΜΑΥΡΗ ΜΠΙΡΑ του ΒΑΣΙΛΗ ΔΑΝΕΛΛΗ



ΜΑΥΡΗ ΜΠΙΡΑ
Μυθιστόρημα του Βασίλη Δανέλλη (2011)

 
Λίγα λόγια για την υπόθεση του βιβλίου

Ο Αντρέας (αγνώστων λοιπών στοιχείων), νεαρός μουσικός, που βγάζει τα προς το ζην παίζοντας κιθάρα στους δρόμους της Αθήνας, πρωταγωνιστής και αφηγητής της ιστορίας, συναντά τυχαία ένα βράδυ σε μία ιρλανδική παμπ, κάπου στο Μοναστηράκι, τον οιονεί συνάδελφό του Λάζαρο (επίσης αγνώστων λοιπών στοιχείων), «ακροβάτη του δρόμου». Εκείνος, μεθυσμένος από ευτυχία και οινόπνευμα, λέει στον Αντρέα ότι «έχει πιάσει την καλή» και ότι από την άλλη μέρα αλλάζει ζωή, στο πλευρό της όμορφης και εύπορης πολυαγαπημένης του Άσπας, η οποία τον είχε απορρίψει, κατόπιν δοκιμής, για οικονομικούς λόγους. Ωστόσο, λίγη ώρα αργότερα δολοφονείται. Την επομένη ο Αντρέας πληροφορείται, τυχαία πάλι, τη δολοφονία ενός αγνώστου με τα χαρακτηριστικά του Λάζαρου, και σπεύδει στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής για να μάθει περισσότερα. Το μόνο όμως που μαθαίνει, είναι ότι ο Λάζαρος θα ταφεί ανώνυμα, όπως οι άποροι και οι αγνώστων στοιχείων. Προκειμένου να συγκεντρώσει τα απαραίτητα για μία κανονική κηδεία χρήματα, πλησιάζει τους φίλους και γνωστούς του δολοφονημένου (οικογένεια δεν υπάρχει), καθώς και την περιβόητη Άσπα. Φτάνει στο έσχατο σημείο (σύμφωνα με τη δική του οπτική) να ζητήσει δανεικά από τη μητέρα του. Οι προσπάθειές του όμως πέφτουν στο κενό. Ο Λάζαρος παραχώνεται όπως-όπως σ’ έναν ανώνυμο τάφο. Ο Αντρέας, συντετριμμένος από αυτή την αποτυχία, τελευταία μιας ολόκληρης σειράς αποτυχιών που συναπαρτίζουν τη ζωή του, βιώνει μία ισχυρότατη, υπαρξιακή κρίση, η οποία τον οδηγεί στην οριστική και ανυποχώρητη απόφαση να ανακαλύψει ο ίδιος τον δολοφόνο του Λάζαρου - αφού κανείς άλλος, ούτε καν η αστυνομία ενδιαφέρεται -, να «μάθει την αλήθεια» πάση θυσία.  

Αστυνομικό μυθιστόρημα

Πρόκειται για μία καθαρόαιμη «αστυνομική» ιστορία, που συνδυάζει το κλασικό whodunit [ένας ερασιτέχνης «ντετέκτιβ» υποκαθιστά την ανίκανη αστυνομία, ο αριθμός των υπόπτων είναι συγκεκριμένος, τα κίνητρα ποικίλα, τα φαινόμενα απατούν, ο συγγραφέας παρέχει στον αναγνώστη τις απαραίτητες ενδείξεις για να ανακαλύψει τον ένοχο πριν από τον «ντετέκτιβ» – αλά Άγκαθα Κρίστι μάλιστα, άρα προσέξτε πολύ τι ακριβώς λένε οι ύποπτοι] με το νεότερό του noir, το «σκοτεινό» αστυνομικό αφήγημα [ο πρωταγωνιστής είναι καταθλιπτικός, κυνικός, απογοητευμένος από όλους και όλα, το χιούμορ του μαύρο, ο υπόκοσμος και η βία (φυσική και ψυχολογική) βρίσκονται σε πρώτο πλάνο, η διαφθορά και η παρακμή είναι διάχυτες, ο αστικός χώρος (το φόντο) όπου κινείται είναι, ως επί το πλείστον, υποβαθμισμένος, ακόμη και ο ουρανός (με όλες τις συνδηλώσεις της λέξης) είναι μονίμως κατσούφης].


Κοινωνικοπολιτικό μυθιστόρημα

Είναι, επίσης, μία πανοραμική «ακτινογραφία» της πρωτεύουσας στα πρόθυρα της οικονομικής κρίσης, του χώρου και των ανθρώπων της, από έναν οξυδερκή, ακάματο και ανελέητο παρατηρητή-σχολιαστή. Μία διευκρίνιση: η «παρατήρηση» δεν νοείται εδώ οπτική, αλλά με όλες τις αισθήσεις· ο πρωταγωνιστής καταγράφει και τους ήχους (οχληρούς ως επί το πλείστον, με κυριότερη εξαίρεση εκείνους της δικής του αγαπημένης, της κιθάρας του) και τις (δυσάρεστες) οσμές και τις (έντονες) γεύσεις, ακόμη και τις απτικές του εντυπώσεις.
Ποικιλία χώρων: Το ιστορικό κέντρο όλες τις ώρες της ημέρας και της νύχτας, οι δρόμοι, τα μπαρ και τα καφενεία του, ένα αστικό λεωφορείο, ένα ταξί, ο ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, το Γ΄ Νεκροταφείο, μία μάντρα αυτοκινήτων στα όρια της πόλης, ένα στριπτιζάδικο, τα βόρεια προάστια, τα Πατήσια, ένα εργοστάσιο στο Θριάσιο πεδίο.
Ποικιλία ανθρώπων: «Καλλιτέχνες του δρόμου», ζητιάνοι, χειρώνακτες, σερβιτόροι, μπάρμεν, ταξιτζήδες, γιατροί, γραμματείς, κομμώτριες, στριπτιζούδες, μπράβοι, νονοί του οργανωμένου εγκλήματος, αστυνομικοί, μικροαστοί, βιομήχανοι, κυρίες του καλού κόσμου, μετανάστες, σπιτονοικοκύρηδες, άστεγοι, νέοι, γέροι, γονείς, παιδιά, πλούσιοι, φτωχοί, απατεώνες, ιδεαλιστές, ζωντανοί, πεθαμένοι, όλη η Αθήνα, όλη η σημερινή Ελλάδα θα λέγαμε, παρουσιάζεται μπροστά μας – ή καλύτερα αποκαλύπτεται, καθ’ όσον...


Ψυχολογικό μυθιστόρημα

...όχι μόνον όλοι οι χαρακτήρες, ακόμη και οι τριτεύοντες, αποτυπώνονται με τόση ενάργεια και παραστατικότητα, ώστε να μοιάζουν ολοζώντανοι, αλλά είναι και τόσο πιστά πλασμένοι κατ’ εικόνα του πραγματικού «προτύπου» τους, ώστε να είναι ολοζώντανοι. Οι χαρακτήρες του Δανέλλη δεν είναι αποκυήματα της πλούσιας φαντασίας ενός δεξιοτέχνη συγγραφέα, αλλά προϊόντα της σχολαστικής παρατήρησης ενός ευφυούς λογοτέχνη. Είναι αληθινοί, πραγματικοί άνθρωποι, με όλες τους τις αντιφάσεις, όπως αντιλαμβάνεται, από ένα σημείο κι έπειτα, και ο αρχικώς προκατειλημμένος, εν πολλοίς, πρωταγωνιστής-αφηγητής – μαζί του και εμείς οι αναγνώστες.


Ο Αντρέας – Μυθιστόρημα ενηλικίωσης

Πρωταγωνιστής ο οποίος, στην αρχή του βιβλίου, μας αυτοπαρουσιάζεται ως ένας μίζερος, μοναχικός, πάμφτωχος νέος, παραιτημένος από τη ζωή, αδιάφορος για τους άλλους και τον εαυτό του, ένας απαισιόδοξος αλλά πεισματάρης περιθωριακός χωρίς αύριο και χωρίς καμία δέσμευση, χωρίς καμία αληθινή σχέση, παρά μόνο με τη μοναδική του αγάπη και απαντοχή, την κιθάρα του - ένα είδος «μεταβατικού αντικειμένου», το οποίο δεν αποχωρίζεται ποτέ. Οι απόψεις του για την κοινωνία είναι απόλυτες: πρόκειται για καμουφλαρισμένη ζούγκλα. Όσοι έχουν τη δυνατότητα, απολαμβάνουν τις καταναλωτικές ανέσεις που προσφέρει, σαν δόλωμα, το Σύστημα, δίχως να νοιάζονται για τους υπόλοιπους. Αυτοί οι τελευταίοι αγωνίζονται να επιβιώσουν όπως-όπως, άλλος με τον φόβο, άλλος με την ελπίδα, άλλος με το μίσος και την οργή. Ο ίδιος παρατηρεί τους πάντες αποστασιοποιημένος, σαν ξένος, ελεύθερος από τα υλικά αγαθά και τα αγαθά συναισθήματα, που αντιπροσωπεύουν στα μάτια του μία θανάσιμη παγίδα, από την οποία θεωρεί ότι έχει ξεφύγει οριστικά αφ’ ότου διέρρηξε κάθε δεσμό με τη μεσοαστική, καταπιεστική (από αγάπη) οικογένειά του, την παγίδα του προκαθορισμού. Ωστόσο, ούτε η νέα του ζωή, η υποτίθεται ελεύθερη, τον ικανοποιεί, με αποτέλεσμα να νιώθει αποτυχημένος. Πιστεύει, εντούτοις, ότι αν παρεκκλίνει από τον κυκλοτερή δρόμο που έχει χαράξει, θα ξαναπέσει στην ίδια παγίδα, γι’ αυτό φροντίζει και καταπνίγει το αίσθημα της αποτυχίας, που τον κατατρύχει, με το αλκοόλ και το χασίς.
Δεν θα μπορέσει όμως να κάνει το ίδιο, όταν αθετήσει την υπόσχεσή του προς τον νεκρό Λάζαρο – την ιερή υποχρέωσή του (βλ. Αντιγόνη του Σοφοκλή) - να τον κηδέψει αξιοπρεπώς, όταν δει τον φίλο του θαμμένο σ’ έναν ανώνυμο τάφο. Εκείνο το αίσθημα της αποτυχίας θα γιγαντωθεί τότε και θα τον συντρίψει. Ο Αντρέας θα αρρωστήσει. Θα αγγίξει το μηδέν. Μέσα στην άβυσσο θα δει οράματα, θα συνομιλήσει με τον νεκρό φίλο του. Θα περάσει μέσα από την κάμινο της αμφιβολίας. Και τελικά, «την τρίτην ημέρα κατά τας γραφάς» Βασιλείου του Δανέλλη, θα αναγεννηθεί!
Που πάει να πει: θα συντρίψει τις αλυσίδες του προκαθορισμού, αυτή τη φορά στ’ αλήθεια. Γιατί η προκαθορισμένη πορεία του, η «φυσική» του πορεία, είναι η υποταγή στην ανάγκη, η χωρίς νόημα και σκοπό «ζωή» – δηλαδή η επιβίωση με κάθε ιδιοτελές μέσο, με τον φόβο, την ελπίδα, το μίσος, την οργή. Ο Αντρέας θα αποκτήσει αληθινή ζωή, όταν η ζωή του αποκτήσει αληθινό νόημα, ανιδιοτελή σκοπό – αυτόν συμβολίζει η αμετάκλητη απόφασή του «να μάθει την αλήθεια», μία «αλήθεια» που θα έπρεπε να του είναι αδιάφορη, αφού ούτε να τη χρησιμοποιήσει ως μέσον πλουτισμού θέλει, ούτε να εκδικηθεί επιθυμεί, ούτε να αποδώσει δικαιοσύνη - θέλει απλώς να «μάθει»! Προηγουμένως είχε προσπαθήσει να γίνει αυτό που ήταν εξαρχής (ο «πραγματικός» του εαυτός, μια φαντασίωση) – και είχε αποτύχει. Τώρα είναι «αυτό που γύρευε» (Ελύτης, Λακωνικόν), δηλαδή αυτό προς το οποίο τείνει (ο μελλοντικός του εαυτός, ο μετέχων της αληθείας) – και θα πετύχει, ανεξαρτήτως αν τα καταφέρει να ανακαλύψει τον δολοφόνο. Θα πετύχει, γιατί θα έχει αρχίσει να ζει. Θ’ αρχίσει να ζει, γιατί θα έχει αποφασίσει να θυσιαστεί.
Αυτός ο νέος Αντρέας θα είναι πολύ διαφορετικός από τον παλιό. Θα κοιτάξει, πρώτα-πρώτα, μέσα του. Θα καταλάβει ότι οι προηγούμενες πράξεις του ήταν κυρίως αποτέλεσμα αντίδρασης, μία μάταιη προσπάθεια να αποδράσει από τον προκαθορισμό. Θα ντραπεί, θα μετανιώσει. Θα συνειδητοποιήσει ότι αν έπινε, ήταν επειδή είχε στεγνώσει η καρδιά του. Θα «ανοιχτεί» στη γυναίκα που τον αγαπά. Με πείσμα καζαντζακικού ασκητή θα υπερβεί τις δυνατότητες και τις αντοχές του. Θα τα βάλει με Λαιστρυγόνες και με Κύκλωπες. Θα ξεγλιστρήσει μέσα απ’ τα χέρια της Κίρκης. Θα περάσει ανάμεσα από τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη, προτού αξιωθεί τη φώτιση από εκεί που δεν το περιμένει (εξόχως συμβολική και η πηγή της φώτισης). Αλλά δεν θα αρκεστεί στην έμμεση γνώση. Δεν θα ησυχάσει, αν δεν ακούσει από τον ίδιο τον δολοφόνο την ομολογία της ενοχής του. Μόνο τότε θα έχει φτάσει στη δική του Ιθάκη, την «πτωχική Ιθάκη», όπως λέει ο Καβάφης, που όμως του «έδωσε το ωραίο ταξίδι».
Και σ’ εκείνον και σ’ εμάς τους αναγνώστες της Μαύρης Μπίρας!



[6-4-2012, Δημοτική Αγορά Κυψέλης]