ΣΤΟ ΜΥΑΛΟ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Το παλιό μου
σπίτι δεν ήταν κάπου εδώ; Αυτή πρέπει – αυτή είναι η πλατεία που ερχόμουνα με
τον μπαμπά και τη μαμά! Εδώ παίζαμε κρυφτό με τα κορίτσια· πώς τις λέγανε, η
Ζωΐτσα και η …; Πού πήγαν, καλέ, τα δέντρα, τα κόψανε; Τόσο μικρή ήταν η
πλατεία; Μα τι λέω, το ίδιο μέγεθος έχει, εμένα μου φαινόταν τότε απέραντη. Πώς
του ’ρθε του Σωτήρη και μου έδωσε ραντεβού τόσο μακριά απ’ τα λημέρια του; Ίσως
γιατί δεν υπάρχει ψυχή! Καμία σχέση με την παλιά εποχή, θυμάμαι κόσμο πολύ ,
μέχρι αργά το βράδυ – μάλλον καλοκαίρι ήτανε. Αλλά και τώρα καλοκαίρι δεν
έχουμε; Υποτίθεται· έπεσε ο ήλιος και κάνει ψύχρα, έπρεπε να ’χω βάλει μπουφάν.
Τι ώρα είναι;
Ακόμα; Να καθίσω ή να μην καθίσω στο παγκάκι; Άλλο δεν υπάρχει; Περίεργο! Θα
καθίσω άκρη-άκρη, που δεν έχει κουτσουλιές· δεν αντέχω άλλο όρθια, πονάνε τα
πόδια μου. Λες και περπάτησα πολύ! Γέρασα πριν την ώρα μου. Αγνώριστη έχει
γίνει η πλατεία. Άσχημη που ’ναι έτσι γυμνή, χωρίς ένα φυλλαράκι! Να ’τανε και
καθαρή… Αηδία! Πλήρης εγκατάλειψη. Ποιος να την – τι ακούστηκε; Ποιος είν’
εκεί; Ένας γέρος ψάχνει στον κάδο με τα σκουπίδια. Πού καταντήσαμε! Να τρώνε
απ’ τα – να τρώνε σκουπίδια οι άνθρωποι. Πότε θα περάσει αυτή η κρίση; Ελπίζω
πριν φαγωθεί η κληρονομιά, αλλιώς δεν τα βλέπω καλά τα πράγματα. Τουλάχιστον
έχουμε ωραίο ουρανό! Αυτόν μάλιστα, κανείς δεν μπορεί να μας τον πάρει. Μπορεί
η πόλη να ’ναι γκρίζα, αλλά τα χρώματα από πάνω είναι φανταστικά! Θυμίζουν
πίνακα… Ρομαντικές βλακείες! Έχει χρώμα ο ουρανός; Οφθαλμαπάτη είναι. Μήπως κι
η όμορφη πλατεία που θυμάμαι από τα παιδικά μου χρόνια μια ψεύτικη ανάμνηση δεν
είναι; Θα ’πρεπε να τη δω σε φωτογραφία, για να έχω αντικειμενική άποψη. Αλλά
έτσι είναι, η ευτυχία σε κάνει να τα βλέπεις όλα θαυμάσια. Ναι, τότε ήμουνα
πραγματικά ευτυχισμένη, αυτή δεν είναι ψεύτικη ανάμνηση. Ήμασταν όλοι μαζί,
ζούσε η μαμά, ο μπαμπάς – τι θα κάνω με τον μπαμπά; Πρέπει να τον βάλω κάπου να
έχει ειδική φροντίδα, για πόσο ακόμη θα τον κρατώ στο σπίτι; Τι νόημα έχει
κιόλας, αφού δεν με αναγνωρίζει πια; Απ’ την άλλη, καλύτερα και για τους δυο
μας που δεν ξέρει ποια είμαι.
Πάλι κατάθλιψη
θα με πιάσει. Τι έχω πάθει; Αχ, γιατί να είμαι έτσι; Γιατί να μην μπορώ να
ηρεμήσω, να χαρώ κι εγώ, σαν φυσιολογικός άνθρωπος, τη ζωή μου; Επειδή είμαι
άτυχη και δεν μου ’ρχεται τίποτα όπως το θέλω; Επειδή έχω πάρει την ευαισθησία
της μαμάς, όπως έλεγε ο μπαμπάς, ο πάντοτε – κάποτε – λογικός; Εκείνη όμως δεν
πάθαινε κρίσεις μελαγχολίας. Μπορεί να εκτονωνόταν με τη ζωγραφική… Την
αγαπούσε όμως κι ο μπαμπάς πάρα πολύ. Ενώ εμένα ποιος μ’ αγάπησε; Ουσιαστικά
κανείς. Λάθος άτομα πήγαινα κι ερωτευόμουνα πάντα, κατόπιν εορτής το
καταλάβαινα. Ερωτευόμουνα ή παραμυθιαζόμουνα; Ανθρωπάκια, ψεύτες όλοι τους, ο
ένας χειρότερος από τον άλλον! Ώσπου μπήκε στη ζωή μου ο Σωτήρης! Απ’ το
τίποτα… Είναι ειλικρινής τουλάχιστον· έτσι δείχνει προς το παρόν. Ήταν τυχαίο,
άραγε, που συναντηθήκαμε; Μήπως το επιδίωξε; Πάντως ήταν μοιραίο να δεθούμε! Τα
ετερώνυμα έλκονται. Η αρχόντισσα και ο αλήτης. Αλληλοσυμπληρωνόμαστε. Δούναι
και λαβείν δηλαδή, όπως σε όλες τις σχέσεις· νόμιμες και παράνομες!
Τι με κοιτάζει
έτσι ο βρωμόγερος; Ακόμα εδώ είναι; Μήπως του γυάλισα; Λεφτά θα θέλει! Ναι, για
σένα τα ’χω! Παραπλησίασε, λες να ’ναι επικίνδυνος; Σιγά μην τον φοβηθώ – δεν
είμαι θύμα εγώ! Να, σταμάτησε το ραμολί, ούτε τα πόδια του δεν μπορεί να πάρει!
Τι με κοιτάς, ρε; Σε κοιτάω κι εγώ. Οφθαλμόν αντί οφθαλμού! Φεύγει. Όχι, που
δεν θα ’φευγε, ο χέστης. Βρε ουστ!
Γιατί αργεί αυτός ο Σωτήρης; Λες να ’παθε
τίποτε; Μπα, τον εαυτό του μια χαρά ξέρει και τον προστατεύει. Δεν είναι η
πρώτη φορά που με στήνει άλλωστε. Μάλλον επίτηδες το κάνει, μην τυχόν και τον
θεωρήσω δεδομένο… Ναι, σιγά μην έχει ανασφάλεια ο γκιουλέκας. Μ’ έχει για
σίγουρη, γι’ αυτό δεν τον νοιάζει που περιμένω! Μωρέ, θα του άξιζε να σηκωθώ να
φύγω κι άσ’ τον να ψάχνει έπειτα. Πλάκα θα ’χε! Αλλά ποιον κοροϊδεύω; Αυτό δεν
γίνεται. Μήπως έχει θυμώσει μαζί μου για κάποιον λόγο; Γιατί όμως; Τι παραπάνω
θέλει; Δεν πιστεύω να κάνει κανέν’ αστείο και να μ’ αφήσει έτσι! Πρέπει να
έρθει, το υποσχέθηκε!
Να τος,
φάνηκε! Μα ήταν δυνατόν να με απογοητεύσει; Όχι, ο Σωτήρης ποτέ. Αφού είμαστε
αχώριστοι. Μου χαμογελάει από μακριά. Η καρδιά μου πεταρίζει, ξεχνώ τις μαύρες
σκέψεις, ξεχνώ πού βρίσκομαι. Πετάγομαι πάνω και τρέχω με λαχτάρα κοντά του. Τα
πόδια μου δεν πονάνε πια, ούτε η καρδιά μου· όλα εντάξει, τώρα που ήρθε ο
Σωτήρης όλα θα φτιάξουν! Έχει τη δόση μου.
Τι μανία κι
αυτή κάθε φορά να με χουφτώνει! Κάνω τη χαζή όπως πάντα· αναγκαστικά. Μόνο
αυτόν έχω.
[2013]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου